Το 2012, όταν παρέστην στο ριγιούνιον της χρονιάς του 2002 στο Κολλέγιο Αθηνών, ένιωθα ήδη μεγάλη. Στα 28 μου, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς γίνεται να μπει ένα απειλητικό 3 μπροστά από τα χρόνια μου, όπως δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα γινόταν να δηλώσω στους παλιούς συμμαθητές μου ότι ήμουν πετυχημένη. Μου φαινόταν το ίδιο απίθανο όσο το να πείσω για το ίδιο πράγμα τον εαυτό μου.
Είχα υπάρξει πετυχημένη - αλλά αυτό κράτησε μέχρι τη μετανάστευση στο Παρίσι. Ποιος θα το περίμενε ότι τα καλύτερα επαγγελματικά μου χρόνια θα ήταν στην Αθήνα, μεταξύ των 19 και των 25 μου χρόνων; Ήμουν, βέβαια, συνταγή για απότομη πτώση. Από μικρή, δεν άκουγα τίποτε άλλο από το ότι ήμουν αστέρι, και φτιαγμένη για μεγάλα πράγματα. Αυτό το νιουζλέτερ είχε αφιερώσει μια στήλη για το γνωστό και πολύ επικίνδυνο μάντρα, δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δε θέλω. Εντάξει, και στα 19 μου, και στα 25 μου, ήξερα ότι έπρεπε να παλέψεις για να αποκτήσεις αυτά που ονειρεύεσαι, αλλά το bottom line ήταν ότι είναι εφικτό. Το όνειρο δεν είναι άπιαστο. Ειδικά αν έχεις ένα κοφτερό μυαλό, που ο γλυκός μου πατέρας δεν αμελούσε να μου επαναλαμβάνει κάθε φορά που, δίκαια, πάλευα με κάτι που δεν μπορούσα να λύσω, είτε αυτό ήταν μια εξίσωση στα μαθηματικά, είτε ο ρόλος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία στα 21 μου, μετά από το πρώτο μου μανιακό επεισόδιο. Το 2005 κανείς -νέος- δεν έκανε ψυχοθεραπεία. Δεν ήταν ακριβώς ταμπού, αλλά φαντάζομαι οι φίλοι μου ίσως αναρωτιόντουσαν τι μπορεί να λέγεται κάθε βδομάδα στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή μου. Ίσως το ερώτημα δεν είναι πόσα τραύματα μπορεί να έχεις αποκτήσει στα 21 σου - η απάντηση είναι, φυσικά, τόσα όσα - αλλά πώς γίνεται να τα αποδομήσεις. Τους κόμπους που έδεσες σφιχτά και μεθοδικά - μπορείς να τους ξελύσεις;
Εκ των υστέρων, είμαι πολύ ευγνώμων για εκείνα τα πρώτα χρόνια ψυχοθεραπείας. Ο θεραπευτής μου επέμενε στην έννοια του “είσαι αστέρι”· στο πώς οι προσδοκίες του πατέρα μου είχαν εγγραφεί ως κεντρική αλήθεια στην ψυχή μου· πώς κάθε φορά που κάτι δεν πήγαινε όπως ήθελα, που σήμαινε όπως έπρεπε να πάει, απογοητευόμουν και ένιωθα μηδενικό. Έπρεπε να περάσει καιρός για να καταλάβω ότι το να επαινούν τις δυνατότητές σου είναι μεν γλυκό, αλλά μπορεί και να σε αφήνει σαστισμένο κάθε φορά που δεν είσαι ο πρώτος.
Ξεκίνησα στην Καθημερινή στα 19 μου, και ήμουν η μικρότερη σ’ένα κτίριο που μετρούσε μια πεντακοσαριά υπαλλήλους. Ήξερα, και το έβλεπα, ότι οι συνάδελφοι μου με μισούσαν, ή με ζήλευαν, ή έστω τους προκαλούσα μια ενόχληση. Δεν ήταν παράλογο· κάποια που έρχεται με την αυτοπεποίθηση ενός τρακτέρ και κάνει όλα τα faux pas μέσα στις πρώτες μέρες της εργασίας της, δεν είναι εύκολα αρεστή. Βέβαια, τότε δεν ήξερα ότι αυτή η ευκολία επιτυχίας συνδεόταν άρρηκτα και με την ανεβαστική φάση της μανίας. Μερικούς μήνες μετά, θα είχα επιστρέψει στον κλειστό εαυτό μου, στην αδυναμία συγκέντρωσης και σε περιορισμένες επιτυχίες, και, όσο απότομα είχα χτίσει και ανέβει στο βάθρο μου, θα σκάλιζα ένα βαθύ λάκκο και θα κουλουριαζόμουν μέσα. Επί του πρακτέου, ως δημοσιογράφος, θα σήμαινε ότι θα κοίταζα τον κέρσορα της οθόνης χωρίς να μπορώ να γράψω λέξη, γιατί στο αποκαμωμένο, καταθλιπτικό μυαλό μου, δεν είχα καμία αυθεντική σκέψη. Ό,τι μπορεί να είχα να πω το είχα πει παλιότερα. Ο ήχος της φωνής μου, εκείνες τις μέρες, μου προκαλούσε μια ελαφριά κώφωση, οπότε προσπαθούσα να μιλάω όσο το δυνατόν λιγότερο. Ούτε οι ομιλίες άλλων ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες.
Για τον διπολικό, είναι τόσο ελκυστική η φάση της μανίας, που, εντελώς αυθαίρετα, κάνει πως ξεχνάει την φάση της κατάθλιψης. Λίγο ακόμη, καλό μου ναρκωτικό. Δώσε μου άλλη μια μέρα που το σύμπαν έχει φτιαχτεί μόνο για μένα. Τελοσπάντων, όλα τα παραπάνω για να πω πως λόγω όλων αυτών των υπέρτατων και ηδονικών φάσεων, και, φυσικά, την επιλεκτική αμνησία των καταθλιπτικών φάσεων, όταν πήγα στο Παρίσι, περίμενα το σύμπαν να υποκλιθεί από την παρουσία μου. Το Αστέρι ήρθε να λάμψει και στην πόλη του φωτός, τι ταιριαστό!
Μετά από αρκετά ίντερβιους όπου μου ζητήθηκαν skills που δεν ήξερα ότι ήταν απαραίτητα για την εύρεση εργασίας, όπως το να φοράω πιο αποκαλυπτικά τοπ για να διασκεδάζω τους πελάτες ενός αρχιτεκτονικού γραφείου, βρήκα δουλειά σε μια εταιρία με διευθυντή κάποιον ο οποίος στον έναν χρόνο που δούλεψα μαζί του δε μου είπε ποτέ καλημέρα.
Οπότε, το 2012, στο ριγιούνιον της τάξης του ’02 δεν ήξερα ακριβώς τι να πω, οπότε επέλεξα το σαρκασμό. Η δουλειά είναι σκλαβιά, γιατί σας πέρασε απ’το μυαλό ότι μπορεί να είναι κάτι άλλο; Είχα βρει εκεί έναν παλιό συμμαθητή που μα τω θεώ πέρασα 2 ώρες να θυμηθώ το όνομά του και δεν τα κατάφερα, αλλά μάλλον με συμπαθούσε πολύ, ή κι εκείνος έψαχνε κάποιον αιρετικό που να μην είναι ενθουσιασμένος με την τροπή που είχε πάρει η ζωή του, και γελάγαμε. Οι περισσότεροι, βέβαια, παλιοί συμμαθητές, δεν συμμερίζονταν το μαύρο χιούμορ μας. Ήταν, για παράδειγμα η Α., που μου είπε ότι άνοιξε μεσιτικό γραφείο και γίνεται χαμός, όλοι ψάχνουν σπίτια, πολλή δουλειά, είμαι ενθουσιασμένη. Μάλλον κάποιος είχε ξεχάσει να της πει ότι ζούσαμε την χειρότερη κρίση στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Αμφιβάλλω αν πολύς κόσμος αγόραζε βίλες. Και ξέρεις τι, αν όντως είχε πολλή δουλειά το κορίτσι, και μπράβο του, αυτό αποδεικνύει πόσο αποκομμένη είναι η κοινότητα του Κολλεγίου από την ελληνική πραγματικότητα.
Μου πήρε πολλά χρόνια για να βρω κάτι που να είχε μια αξία, σε προσωπικό επίπεδο, ως εργασία, στο Παρίσι, και, φυσικά, ήρθε ο κορονοϊός, οπότε κι αυτό πήγε κατά διαόλου. Όλα τα δρώμενα που είχα προγραμματίσει για την εταιρία που δούλευα, από τα καλοκαιρινά θεματικά πάρτι, μέχρι τα κονφερένς για τα στερεότυπα της γυναίκας leader στη δουλειά, πεταμένα στα σκουπίδια. Ζήτω το 2020!
Σκεφτόμουν πως είναι αρκετά ειρωνικό ότι υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν μια ζωή τι είναι αυτό που τους αρέσει, και αυτό που θα τους γεμίσει, ενώ άλλοι το ξέρουν από τα πρώτα τους χρόνια. Είχα την τύχη να ανήκω στην δεύτερη κατηγορία, επιλέγοντας, βέβαια, έναν τομέα που πολύ συχνά, δεν μπορεί να με συντηρήσει. Ακούγεται αρκετά απαισιόδοξο, αλλά είναι πολύ κρίμα είτε να κάνεις μια δουλειά που θεωρείς σκλαβιά, είτε μια δουλειά που ονειρεύεσαι αλλά δε σε καλύπτει οικονομικά. Ναι, υπάρχει κάποιο συστημικό πρόβλημα με τον καπιταλισμό και τους μιλλένιαλς.
Βέβαια, αν ανοίξουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, μπορεί να δούμε μπροστά μας να ξεδιπλώνονται και αληθινά success stories, όχι απ’αυτά που κάνουν απαραίτητα πρωτοσέλιδα- αλλά αυτά έχουμε πια μάθει να μην τα εμπιστευόμαστε όπως και να ‘χει και καλύτερα έτσι- ιστορίες που έχουν νόημα και δουλειές που μπορεί να αποζημιώνουν όλες τις καλημέρες που δεν έλαβα από τον πρώτο μου διευθυντή στη Γαλλία. Ταξιδεύοντας από την Αθήνα στο Παρίσι την περασμένη βδομάδα, και με το μυαλό μου στα επαγγελματικά μου, και την επικείμενη - σχετικώς μόνιμη- επιστροφή μου στην Ελλάδα του χρόνου, συνάντησα μια άλλη παλιά συμμαθήτρια, με την οποία έχουμε περιορισμένες κοινές αναμνήσεις, εκ των οποίων μία, βέβαια, έχει και οπτικοακουστικό ντοκουμέντο· ο πατέρας μου είχε βιντεοσκοπήσει έναν αγώνα δρόμου κατά τον οποίο τρέχουμε σαν να κρίνεται η ζωή μας από αυτήν την κούρσα. Όταν η παλιά μου συμμαθήτρια - και, εικάζω, καινούρια μου φίλη- μου διηγήθηκε τη δουλειά της, που ήξερα από το φέισμπουκ, ένιωσα μια βαθιά σύνδεση μαζί της, γιατί αισθάνθηκα δέος που υπάρχουν άνθρωποι που ακολουθούν τα όνειρά τους και καταφέρνουν να ζήσουν απ’αυτό. Δεν είναι εύκολο συνέχεια· στην πραγματικότητα είναι σπάνια εύκολο. Εξάλλου ξέρουμε όλοι πως η γνωστή ρήση, διάλεξε αυτό που αγαπάς για δουλειά και δε θα νιώθεις ότι δουλεύεις ποτέ, είναι μόνο λάθος. Διάλεξε αυτό που αγαπάς και θα σκίζεσαι να το καταφέρεις κάθε μέρα. Θα αξίζει όμως.
Σκεφτόμουν, συζητώντας μαζί της, και για το πρότζεκτ της, που αφορά στην συνοδεία και ένταξη ασυνόδευτων προσφυγόπουλων στην Ελλάδα, από μωρά μέχρι 18 και ετών, και για τις κοινές μας ρίζες, ότι το Κολλέγιο αν ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις μπορεί να σου δώσει πολλά. Και δεν εννοώ μόνο τα χλιαρά ποτά ενός ριγιούνιον που φοράς ένα καρφιτσωμένο χαμόγελο που δεν βοήθησε κανέναν ποτέ, αλλά επί της ουσίας, τα εφόδια για να χτίσεις κάτι. Θέλεις είναι οι γνωριμίες; Οι τρόποι; Η δυνατότητα να δεις τον εαυτό σου ως νικητή; Το ανταγωνιστικό περιβάλλον; Οι ξένες γλώσσες; Αντιλαμβάνομαι ότι όλα όσα μου έδωσε το σχολείο μου είναι δίκοπο μαχαίρι, και ακριβώς γι’αυτό με κάποιους από τους συμμαθητές μου μπορώ να ξαναφτιάξω τον κόσμο αλλά με τους υπόλοιπους δεν μπορώ να αντέξω ούτε το τρίλεπτο που μπορεί να μας φτιάχνει ένα ποτό ο μπάρμαν στο επόμενο ριγιούνιον.
Τελοσπάντων, σκέφτομαι πως αν προσπαθούσαμε όλοι να είμαστε λίγο, ελάχιστα, πιο ειλικρινείς, ακολουθώντας βέβαια αυτό που η καρδιά μας επιθυμεί, ίσως μπορεί να φτιάχναμε όμορφα πράγματα παρέα, είτε είναι απαθανατισμένες στιγμές μέσα από τα βίντεο ενός περήφανου πατέρα, είτε καλύτερες συνθήκες ζωής για εκατοντάδες προσφυγόπουλα. Και σκέφτομαι επίσης ότι όλα αυτά τα χρόνια έχω χάσει τον ύπνο μου με ένα σωρό πράγματα. Δεν το φοβάμαι πλέον. Θέλω να πω, αν κάτι αξίζει, τότε ας τον χάσεις. Θα τον ξαναβρείς στην πορεία.
Αν έφτασες εδώ κατά λάθος, αυτό είναι το newsletter μου, Don’t tell me how it ends. Aν θες να διαβάζεις κάθε Κυριακή πρωί ένα προσωπικό essay με πολλά ερωτηματικά και ελάχιστες απαντήσεις, I’m your girl. Welcome to my messy world. 👇