1
Γενάρης Κάπου στο Ιράκ,είμαστε σε ένα αεροπλάνο, μας βομβαρδίζουν, πέφτουμε, προσγειωνόμαστε, διεφθαρμένοι πολίτες αυτοκτονούν με όπλα μπροστά μας, η αδελφή μου μού γράφει ότι δε χώρισε τελικά, μαλακία στις διακοπές, κι εγώ σκέφτομαι το αυτοκίνητο που νοικιάσαμε, γιατί είμαστε σε διακοπές κι εμείς. Φλεβάρης Είμαστε έξω σε διαδήλωση με τον Φρανσουά, κάποιος μας πετάει καυτές σφύρες, γινόμαστε έξαλλοι, μου αφήνουν σημάδια στο σώμα. Μάρτης Είμαστε στην παραλία, μια σωματώδης κοπέλα βγάζει τα ρούχα της και τρέχει στη θάλασσα. Εγώ επιτρέπεται να μπω μόνο ντυμένη. Απρίλης Φλερτάρω με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο, και είμαστε ζευγάρι με τον κολλητό του, μου λέει ότι δεν μπορεί να προδώσει το φίλο του, δε θα γίνει τίποτα μεταξύ μας, πετυχαίνουμε φίλους, συστήνομαι σε κάποιον, ο Λέο δεν χρειάζεται προφανώς. Μάης Μπαίνω στο σπίτι μας στο Παρίσι, κάποιος το έχει ανοίξει, παίρνω τηλέφωνο την αδελφή μου, και μου λέει να κόψω μικρά κομματάκια παρμεζάνα και να τα πετάξω στους εισβολείς αν ξαναέρθουν. Ιούνιος Παίρνουμε πολύ κακούς βαθμούς και δεν ξέρουμε γιατί. Ιούλιος Προσπαθώ να σκοτώσω ένα δηλητηριώδες έντομο με το πόδι μου. Κάνω βελονισμό στα μάτια. Έχω ένα μικροσκοπικό μωρό που κουβαλάω με μάρσιπο και είναι δικό μου. Κάθομαι στη θέση μου στο αεροπλάνο, είμαι στον αέρα, χωρίς ζώνη, γλιστράω στο κενό. Αύγουστος Η οικογένειά μου είχε σφαχτεί από κάποιους. Είμαι Κενυάτης δρομέας. Σεπτέμβρης Η μαμά πρέπει να κάνει εξετάσεις για να δει αν την πειράζει ένα πολύ σπάνιο τυρί και της λέω μήπως να σταματήσει να το τρώει; Οκτώβρης Ένα γατί είναι δεμένο σ’ένα δέντρο, είναι βρώμικο και ψάχνω τον ιδιοκτήτη. Μου λέει ότι το εκθέτει κι ότι έγραψε ένα βιβλίο, του λέω να το αφήσει ελεύθερο. Νοέμβρης Είμαι σε επεισόδιο μανίας, κάπως καταλήγω στο σπίτι εκείνου του αγοριού, εκείνος λείπει, του γράφω σημειώματα, γυμνή, ψάχνω τα ρούχα μου, φίλοι του βρίσκουν τα σημειώματα, με παίρνουν για τρελή, τα κοροϊδεύουν, ντρέπομαι. Δεκέμβρης Είμαστε με τον μπαμπά στη Σίφνο, μαγειρεύει, μου δίνει την κουτάλα να δοκιμάσω, με παίρνει αγκαλιά, του ζητάω νερό, μου δίνει λέγοντάς μου ευχαρίστως. Σκέφτομαι ότι έρχεται όλο και πιο συχνά, άρα είναι αληθινός.
2
Είναι Χριστούγεννα. Είμαι 24 χρονών, έχω σχέσεις με ένα κάρο άντρες, με το νούμερο ένα πίνουμε ουίσκι και μετά τρώμε παραδοσιακό κρητικό φαγητό, αλλά τι να μου κάνει, έχω μεθύσει χωρίς γυρισμό, και δεν υπάρχουν πια σαββατοκύριακα. Όταν τελειώνουμε κάπου στο πάτωμα, με τυλίγει με ένα ριχτάρι, ντύνεται, στο σκοτάδι δεν βλέπω την κοιλιά του, επιμένει να συζητάμε για τον Ροθ, είναι ένα θέμα που γνωρίζει καλά. Αρχέτυπος χαρακτήρας του συγγραφέα; Πάντως νιώθω πως χωράω σ’ένα κουτάκι στο μυαλό του, δεν περισσεύω πουθενά. Όταν αναφέρω ότι βλέπω κι άλλους άντρες (αφού έχω επιβεβαιώσει ότι κάνει το ίδιο με γυναίκες) σταματάει να απαντάει στα μηνύματά μου. Χρόνια μετά θα μου πει ότι θυμάται με γλυκό τρόπο την ιστορία μας και ότι πληγώθηκε από τη δήλωσή μου. Μου φαίνεται τρελό. Ο δεύτερος είναι χλιαρός σε όλα του, βάφει τα μαλλιά του κατάμαυρα, έχει καλό χιούμορ και καμία τρυφερότητα, με εκτιμάει αλλά δε θέλει να με πηδάει, και όταν το κάνει είναι διαδικαστικό. Είμαι 24 και δεν ξέρω αν στα 37 έχεις άλλες προτεραιότητες, που να ξέρω; Ο τρίτος είναι παντρεμένος και ενθουσιάζομαι στην ιδέα ότι η γυναίκα του μπορεί να με μισεί, μου δίνει μια αξία όλο αυτό, όταν αγγίζομαι είναι γι’αυτήν ή γι’αυτόν, δεν ξέρω. Είναι Χριστούγεννα. Ο παντρεμένος μου λέει ότι μπορεί και να εμφανιστεί με ένα βαλιτσάκι στο σπίτι μου μέχρι να βρει δικό του σπίτι. Επιμένουμε και οι δυο ότι δε χωρίζει για μένα, εγώ επιμένω ότι δε χωρίζει γενικά, εκείνος λέει ερωτεύτηκε μετά από πολλά χρόνια. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι τι, μπορεί να φταίει το σπίτι, ότι είναι πολύ μικρό, μπερδεύονται τα πόδια σου, με τον ένα, τον δύο, τον τρία. Το σπίτι μου δεν είναι ούτε 35 τετραγωνικά, με ένα μικροσκοπικό μπαλκόνι που αν σηκωθείς στις μύτες των ποδιών σου και στρίψεις το κεφάλι σου τελείως δεξιά, βλέπεις την Ακρόπολη. Δεν είναι σπίτι για να μοιράζεσαι με το νούμερο τρία. Τα άλλα δύο νούμερα δεν ενδιαφέρθηκαν. Τον αγαπώ πάντως, και του το λέω, δεν καταφέρνουμε ποτέ να μιλάμε για κάτι άλλο από ότι εμάς και το μόνιμο πρόβλημά μας, για τη δουλειά, έχουμε πολύ σεξουαλική σχέση, το οποίο είναι συνήθεια εκείνα τα χρόνια, γιατί είμαι μικρή και παίρνω ζωή απ’αυτό, παίρνω ενέργεια, κάτι συμβαίνει, αλλά αναρωτιέμαι τι δίνει σ’εκείνον. Είναι πιο μεγάλος, στα 24 δεν βλέπεις το μέλλον εδώ καλά-καλά δεν τη βγάζουμε ως το καλοκαίρι, σκέφτομαι αυτόν που σέρνεται από κρεβάτι σε κουζίνα και πίσω, και που θα φύγει σε μερικούς μήνες. Κάποια φορά παίρνω ναρκωτικά και φοβάμαι ότι θα πρέπει να ακυρώσω τη συνάντησή μου μ’αυτόν, με τον πατέρα μου, και νιώθω απεριόριστες ενοχές, τώρα που οι στιγμές μας είναι μετρημένες. Το νούμερο ένα θα γίνει κάτι σα φίλος, θα με σέβεται και θα καταφέρω να τον θυμάμαι κι εγώ με αγάπη. Το νούμερο δύο θα με ψάχνει ανά διαστήματα, θα είναι πιο γοητευτικός επειδή δε θα βάφει πια τα μαλλιά του, θα μας δέσει ο θάνατος ενός κοινού μας φίλου, θα θυμόμαστε την εποχή που βγαίναμε ως την εποχή πριν πεθάνει ο Γιάννης. Με το νούμερο τρία θα ανταλλάσουμε λόγια τρυφερότητας ενίοτε αλλά βασικά αυτό που μας έχει μείνει είναι μια ατέλειωτη πικρία, αυτό που νιώθεις όταν δυστυχείς παρέα. Είναι Χριστούγεννα. Σε λίγους μήνες δε θα έχω πατέρα και έχω επίγνωση αυτού, ξαφνικά όλα έχουν γίνει επείγοντα, ο πατέρας μου πνίγεται σ’ένα μπουκάλι βότκα ή ουίσκι, εγώ βέβαια το κάνω με χάρη, είμαι ανώριμη και άγαρμπη, θα συμφωνήσουν όλοι αυτοί οι άντρες. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη κάνω γιόγκα, εκτός από όταν έρχεται ο νούμερο τρία στο σπίτι και τρυπώνει στο κρεβάτι μου. Ο δύο μου αγοράζει μια φοβερή καφετιέρα φίλτρου, δεν καίει τον καφέ, τον κρατάει ζεστό, είναι πολύ περήφανος με την αγορά του, ο τρία δεν αρέσκεται, θέλει νεσπρέσσο, μου αγοράζει κι αυτός καφετιέρα και αυτήν την μαλακία που κάνει αφρόγαλα, η αναπνοή του μυρίζει πρωί, τσιγάρο και τσίχλα, ξεχνάω ποιον καφέ πίνω με ποιον, και το πλαστικό τραπέζι ΙΚΕΑ των 19,99 ευρώ ασθμαίνει. Έχω χανγκόβερ. Είναι Χριστούγεννα.
3
Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς, λίγες ώρες πριν τα μεσάνυχτα, ψάχνουμε ένα φυσιολογικό μπαρ με φυσιολογική μουσική και όσο το δυνατόν λιγότερους κάγκουρες, μάταια, στα Γιάννενα. Σε λιγότερο από 3 μήνες θα εκλιπαρούμε για τέτοια επιλύσιμα βάσανα. Με την αδελφή μου πίνουμε πάντα νεγκρόνι, βγάζουμε μια φωτογραφία κάτω από μια σόμπα, φαινόμαστε κατακόκκινες, για καιρό μετά θα σκέφτομαι ότι αυτό το παράλογο saturated κόκκινο είναι το χρώμα της ευτυχίας. Είναι στιγμές, καλά τα λέγανε. Πριν γυρίσουμε στο Παρίσι, τρώω με τη Δάφνη σε μια κρεπερί στα Εξάρχεια, και ο κόσμος καπνίζει μέσα, κι εγώ που πότε είμαι, πότε δεν είμαι καπνίστρια, εξοργίζομαι. Αν θες λόγους, βρίσκεις. Δεν μου περνάει από το μυαλό να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα, όχι ακόμη.
Στο Παρίσι κλείνω εισιτήρια για την Νέα Υόρκη, 5 Μάρτη, είναι ακριβώς 7 χρόνια από τότε που πήγα τελευταία φορά, σύμπτωση, αλλά φέρνει πολλές αναμνήσεις και με τη σειρά τους ματαιώσεις, δεν είχα κλείσει καν τα 30 τότε, τι σκατά ονειρευόμουν και τι έγινα. Στο μεσοδιάστημα, αλλάζω αφεντικό, είναι φοβερά φιλόδοξη και με ενοχλεί, θα με ενοχλούσε κι αν ήταν άντρας, αφήστε με ήσυχη. Ακούμε για έναν ιό, δεν ξέρω πώς λέγεται κοροναβιοιός; Κάτι άπιαστο, πριν φύγω για τη Νέα Υόρκη μου λένε να φορέσω μάσκες, στο αεροδρόμιο μπορείς να γλιστρήσεις στους διαδρόμους, δεν υπάρχει ψυχή, ακόμη δεν καταλαβαίνω. Δεν ξέρω τι πρέπει να συμβεί, δεν συμβαίνει πάντως, δεν υπάρχει φόβος και δεν υπάρχει κάτι το άγνωστο, υπάρχει μόνο η Νέα Υόρκη και αυτό το συναίσθημα ότι εκεί συμβαίνουν όλα και τι σκατά έκανες τα τελευταία εφτά χρόνια, πριν φύγω σχεδιάζω πότε θα ξαναγυρίσω. Περπατάω 15 χιλιόμετρα κάποια μέρα, και την επόμενη, και την επόμενη, δεν ξέρω πού ψάχνω να φτάσω. Γεννήθηκα γι’αυτούς τους δρόμους. Μου λείπει η Δάφνη που δεν ήρθε μαζί μου. Την έχω στο μυαλό μου στην Τάιμς Σκουέρ να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, να γελάει και να ουρλιάζει, θέλω να το ζήσω μαζί της αυτό. Δεν το ζω. Γυρίζουμε πίσω, αρχίζω να καταλαβαίνω κάτι, ο Τραμπ κλείνει τα σύνορα, πάρτο χαμπάρι Βάλια.
Στην αρχή το λόκνταουν με πωρώνει, περνάω φανταστικά, κάνω γυμναστική κάθε μέρα, ζωγραφίζω, διαβάζω, γράφω, αισθάνομαι πλήρης, δεν έχω ανάγκη κανέναν, ξυπνάω όλο και πιο νωρίς για να χωρέσουν όλα αυτά που θέλω να κάνω στη μέρα μου. Μάρτης, τα γενέθλιά του, Απρίλης, τα γενέθλιά μου, ακούω πάρα πολλή Phoebe Bridgers, βλέπω Normal People, διαβάζω Girl, Woman, Other και όταν το Μάη λένε ότι λήγει η καραντίνα, αισθάνομαι ότι δεν έχω κάνει όλα όσα θα ήθελα.
Αυτό το καλοκαίρι θα περάσω πάρα πολύ χρόνο στην Ελλάδα, ένα βράδυ θα πιω παραπάνω (ένα ΑΠΟ τα βράδια που θα το πιω παραπάνω) και θα κλαίω, δεν αντέχω μακριά της, λέω, το επόμενο πρωί παίρνω τη Δάφνη και τη ρωτάω, τι σκατά συνέβη χτες, γιατί έκλαιγα; Είναι πολύ ψύχραιμη, και μου λέει, γιατί θέλεις να γυρίσεις, α, ναι, γράφεται στα πρακτικά και προχωράμε.
Μου κατεβαίνουν ένα σωρό ιδέες, θα γυρίσω μόνιμα, θα ανοίξω ένα καφέ βιβλιοπωλείο, θα πούμε σ’όλους φακ γιου και η Δάφνη θα παίζει πιάνο και εγώ θα γράφω, τι, μενού, συνταγές για σάντουιτς, ποιήματα, ό,τι μου κατέβει. Αλλά θα είμαι εδώ, τρομάζω τον Φρανσουά αλλά του αρέσει η ιδέα, το βρίσκει δίκαιο, και το αγόρι μου αν δεν είναι δίκαιο, τότε τι είναι; Πηγαίνουμε στη Σίφνο με τη Δάφνη και βρίσκουμε τη Λιάνα, ερωτευόμαστε όλες ένα γατί που χοροπηδάει και έχει δική της ζωή, μια φανταστική ζωή, όταν είναι μόνη της είναι ατρόμητη, είναι ζούγκλα, οπότε δεν της κακίζουμε. Κάθε φορά που νυχτώνει και πίνουμε τζιν τόνικ στις Καμάρες, κάτι σπάει και ξέρω πώς να το ξανακολλήσω.
Με απολύουν, ζητάνε χιλιάδες φορές συγγνώμη, φταίει η κατάσταση και το καταλαβαίνω, είμαι ιβέντ μάνατζερ και δεν έχει ούτε ένα ιβέντ, κάπως νιώθω ότι επισπεύδουν τα πράγματα και θα έρθω Ελλάδα χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Μπαίνει Δεκέμβρης, λέω στη μαμά μου ότι να με περιμένει το 2022, μου λέει, τι έγινε, το 2021 το πηδήξαμε, και θέλω να της απαντήσω, μάλλον θα μας πηδήξει αυτό, αλλά λέω να του αφήσω το benefit of the doubt.
4
Sleep in half the day just for old times' sake
I won't ask you to wait if you don't ask me to stay
So I'll go back to L.A. and the so-called friends
Who'll write books about me if I ever make it
And wonder about the only soul
Who can tell which smiles I'm fakin'
And the heart I know I'm breakin' is my own
To leave the warmest bed I've ever known
We could call it even
Even though I'm leaving
And I'll be yours for the weekend
'Tis the damn season
10 ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΕ ΑΓΓΙΞΑΝ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
I Finally Said It
In Kolkata, “I love you” is not said often, and certainly not to parents. It is considered over the top; translated into Bengali, it can sound mawkish. I improvise when I call my parents in India from my apartment in New York. “I wish I had your tenacity,” I tell my mother. I praise my father’s compassion. “Wish you were here” is the furthest I venture. Yesterday, when my mother said that she longed to see me and her voice faltered, I blurted out those three words. The heart grows fonder when parents are old and away, but a pandemic makes it bolder.
2. Required reading by James Baldwin
Letter from a region in my mind
And the universe is simply a sounding drum; there is no way, no way whatever, so it seemed then and has sometimes seemed since, to get through a life, to love your wife and children, or your friends, or your mother and father, or to be loved. The universe, which is not merely the stars and the moon and the planets, flowers, grass, and trees, but other people, has evolved no terms for your existence, has made no room for you, and if love will not swing wide the gates, no other power will or can.
3. A case against puritanism in 2020
Most of society does not really believe that casual, nonmonogamous encounters can actually hold meaning, rather than simply serve as crude ways to blow off steam. I know that they can.
4. As far as series go, if ever you haven’t yet, here’s an idea for binge:
5. A tip from the master of drama series Aaron Sorkin
When I wanna write something, I need intention and obstacle. I want something, and something is standing in my way of getting it. I’ve gotta really want it bad and something standing in my way gotta be formidable
On Masterclass, which of course is not sponsoring me, so
6. A preview on the most interesting book I read in 2020, which I am really trying to read slowly in order to savour: Luster, by Raven Leilani
I think of my parents, not because I miss them, but because sometimes you see a black person above the age of fifty walking down the street, and you just know that they have seen some shit. You know that they are masters of the double consciousness, of the discreet management of fury under the tight surveillance and casual violence of the outside world. You know that they said thank you as they bled, and that despite the roaches and the instant oatmeal and the bruise on your face, you are still luckier than they have ever been, such that losing a bottom-tier job in publishing is not only ridiculous but offensive.
7. this recipe for a carrot cake which may or may have not destroyed me in a very real manner
8. Anticipation about this series and again the idea that I might wait before watching (fear of disappointment?)
9. David Sedaris, a few years back. On his finest. The Best of me, his new book (self explanatory, really) is out now.
10. Zeppelin Moon, probably the sweetest account out there
Ξερωγώ, μια ευχή, ας μην προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε τα όνειρα από την πραγματικότητα. Το δοκίμασα, δεν βοηθάει, και τελικά, δεν λειτουργεί.
Καλή Χρονιά!
With that, I leave you.
You know what to do.