Αυτή η ιστορία έχει ένα, ξεκάθαρα, καλό τέλος. Έχει κι άλλα πράγματα βέβαια, αν με ρωτάτε.
Την περασμένη Παρασκευή, ξαφνικά, εξαφανίστηκε η γάτα μου. Ο σύντροφός μου δούλευε από το σπίτι, συγκεκριμένα από τον καναπέ του σαλονιού γιατί τα πράγματά μας έχουν κάνει κάπου στάση μεταξύ του Παρισιού και της Αθήνας και θα τα έχουμε κοντά μας σε όχι λιγότερο από 3 εβδομάδες. Η γάτα μου εξαφανίστηκε κάπου μεταξύ του 4ου και 25ου ζουμ του Φρανσουά, πηδώντας επιδέξια από το ανοιχτό παραθυράκι της πόρτας εισόδου. Σαν πρωτάρηδες, την είχαμε αφήσει ανοιχτή για να κάνει ρεύμα. Το δε σπίτι, στο οποίο μετακομίσαμε πριν από δέκα μέρες, είναι μια πολυκατοικία της οποίας οι κοινόχρηστοι χώροι γύρω από το ασανσέρ και τις σκάλες είναι ανοιχτοί στον κήπο. Ακόμη και μια γάτα περισσότερο έξυπνη από τη δική μου με στοιχειώδη διάθεση για εξερεύνηση δεν θα είχε παρά να πηδήξει μερικά μέτρα ώστε να προσγειωθεί στην αυλή. Αυτό έκανε; Ή την προσέγγισαν τα πολύ γλυκά γατιά που θρονιάζονται στα κεραμίδια του πρώτου ορόφου κι εκείνη, η πρώτη κότα από όλες τις κότες, κατατρόμαξε και έφυγε βολίδα στον κήπο; Ή μήπως, ο χειρότερός μου φόβος, αποφάσισε ότι δεν της κάνουμε πια, κι έφυγε χωρίς βαρελότα, με τον συνηθισμένο αθόρυβο τρόπο της;
Η γάτα μου λέγεται Ζέστη. Δεν την ονόμασα εγώ έτσι, αλλά ο σύντροφός μου, του οποίου το λεξιλόγιο στα ελληνικά, πριν 7 χρόνια, περιοριζόταν σε απλά συναισθήματα, πεινάω, νυστάζω, πάω στο κρεβάτι, κάνει ζέστη. Και η Ζέστη μπήκε στη ζωή μας σ’ένα - σπάνιο αλλά όσο πάει λιγότερο σπάνιο - κύμα παρισινού καύσωνα το 2015. Η Ζέστη είναι Γαλλίδα. Δηλαδή πιο μαζεμένη, λιγότερο εκφραστική και δε ζητάει χάδια (αποφάσισα τώρα εντελώς αυθαίρετα να ζωγραφίσω έτσι την εικόνα μιας Γαλλίδας).
Ήταν δηλαδή ένας φοβερά ικανός υποψήφιος παραμέλησης με την άφιξη ενός μωρού. Όταν γεννήθηκε ο Νικόλας τον περασμένο Ιανουάριο, η γάτα μου όχι μόνο δεν είχε πια πρόσβαση στο κρεβάτι μας αλλά έπεσε θύμα μιας γενικευμένης αποφυγής. Για μήνες, περίμενε υπομονετικά να τη χαϊδέψω κι εγώ την αγνοούσα. Δεν αισθανόμουν ακριβώς άσχημα γι’αυτό, αλλά δεν αισθανόμουν και τέλεια, όταν την έβλεπα στον καναπέ να μου γυρνάει την κοιλιά της παιχνιδιάρικα και εγώ της έδινα δυο βιαστικά χάδια κοιτάζοντας κλεφτά το μωρό που τι μπορεί να πάθαινε αν έδινα λίγο παραπάνω σημασία στη Ζέστη;
Τελοσπάντων, οι μήνες πέρασαν κι εμείς μετακομίσαμε στην Ελλάδα, πρώτα σ’ένα airbnb, έπειτα στη μητέρα μου, και τώρα, σ’αυτό που θα ήθελα να πιστεύω, είναι ένα μόνιμο - όσο μόνιμοι είμαστε όλοι μας - σπίτι μας. Είμαστε εδώ, επιτέλους, έχουμε ένα πολύ γλυκό μωρό το Νικόλα, έχουμε την υγεία μας, οι οικογένειες μας είναι καλά, οι φίλοι μας επίσης, το κρασί είναι παλαιωμένο όπως και η γραβιέρα. Δε μας λείπει τίποτα. Μέχρι που μας λείπει η Ζέστη.
Το 48ωρο που έλειψε η γάτα μου - το είπα στην αρχή, αυτή είναι μια ιστορία με καλό τέλος - είχα ένα τεράστιο βάρος στο στήθος. Πίστευα - και συνεχίζω να πιστεύω - ότι εγώ έφταιγα που εξαφανίστηκε, θεωρώντας ότι δε θα έφευγε από τον όροφό μας. Έκανα ό,τι έπρεπε, αφίσες, βόλτες, πρωί και αργά το βράδυ όπως μου είπαν φιλοζωικές, είχα μέχρι βρει κι έναν τύπο που φέρνει σκυλιά που ανιχνεύουν χαμένα ζώα. Τελικά, ένας γείτονας τη βρήκε σε μια αποθήκη στον κήπο - μέρος που είχα ψάξει κι εγώ κάποιες ώρες πριν, αλλά η γάτα δεν ήθελε να βγει από την κρυψώνα της.
Από τότε που γύρισε, τη χαϊδεύω τρεις φορές περισσότερο και απέκτησε ξανά πρόσβαση στο κρεβάτι μας, έστω στην κάτω γωνία, δίπλα στα πόδια μου. Άρχισα να της δίνω ξανά σημασία και να μην την αγνοώ.
Όσο έλειπε, συνειδητοποίησα πόσο ευαίσθητες είναι οι ισορροπίες μας. Πόσο ο ψυχισμός μας κρέμεται από μια λεπτή κλωστή και πόσο εύκολα μπορούμε να βουλιάξουμε. Εγώ τουλάχιστον. Δεν είμαι όσο γατόφιλη είναι άλλοι ούτε θεωρώ τη γάτα μου παιδί μου. Ίσως δεν το κάνω επειδή ξέρω ότι μάλλον θα φύγει πριν από μένα, ίσως επειδή έχω ένα ανθρώπινο παιδί. Ίσως πολύ απλά είμαι ένα τσικ αδιάφορη. Πάντως το περασμένο σαββατοκύριακο, η γάτα μου απέκτησε τεράστια σημασία, και όχι απλά γιατί το κλισέ ισχύει ότι μόνο άν χάσεις κάτι το εκτιμάς, αλλά γιατί κατάλαβα ότι το οικοδόμημα που έχω χτίσει είναι στέρεο γιατί έχει όλα αυτά τα στοιχεία και θεμέλια που το κάνουν αυτό που είναι. Κι ένα απ’αυτά, έστω μικρότερο από άλλα, εξαφανιστεί, τότε όλο το οικοδόμημα σωριάζεται στη γη.
Την Κυριακή το βράδυ, όταν η Ζέστη έγλειφε τη γούνα της ήσυχη πλέον στο σπίτι και μικρές τριχόμπαλες άρχισαν να εμφανίζονται ξανά σε όλο το σπίτι, σκέφτηκα ότι δε χρειάζομαι κάτι άλλο για να είμαι ευτυχισμένη. Είμαι πλήρης, σκέφτηκα. Τι άλλο να ζητήσω;
Όμως, επειδή είμαστε πολύπλοκα και ελάχιστα άπληστα όντα - ή έστω άνθρωποι με αδυναμίες - όταν ξημέρωσε Τετάρτη, τρεις μέρες μετά, είχα βυθιστεί πάλι σ’αυτό που δεν είναι κατάθλιψη και δεν είναι μιζέρια, αλλά μια άσχημη διάθεση, μια μοναξιά τόσο έντονη που πονάνε τα αυτιά σου απ’το θόρυβο. Έφταιγε μια διάγνωση κόβιντ της αδελφής μου, με την οποία ήλπιζα να περάσω λίγο χρόνο, κάποια - χελόου - άλυτα δικά μου θέματα, η αλλιώς μοναξιά της νέας μητέρας - υπάρχει αυτός ο όρος; Ήμουν στο καινούριο μου και ήδη αγαπημένο σπίτι, μ’ένα υπέροχο μωρό που θέλησα τόσο να αποκτήσω, που δεν ήρθε εύκολα, που μου κάνει μόνο καλό και μου έχει προσφέρει μόνο χαρά μέχρι στιγμής, και παρ’όλα αυτά, παρ’όλες αυτές τις παραμέτρους, βούλιαζα. Αισθανόμουν τόσο φρικτά μόνη. Σ’ένα υπέροχο σπίτι, με ένα υπέροχο μωρό και κανέναν να μου κάνει παρέα. Όλες οι μαύρες σκέψεις εκεί και φυσικά, η σταθερή ενοχή που με συντροφεύει όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Πώς τολμάς; Πώς τολμάς να μην είσαι χαρούμενη; Δε σου φτάνει το μωρό σου; Και οι φωνές, η ράντομ φωνή για παράδειγμα μητέρα φίλης, στην οποία είπα ότι είναι υπέροχο μωρό ο Νικόλας αλλά δεν επικοινωνεί ακόμη οπότε είναι λίγο μοναχική δουλειά να τον φροντίζεις, και απάντησε με στόμφο, τα μωρά επικοινωνούν πολύ καλά αρκεί να τα ακούσεις.
Βέβαια.
Την Τετάρτη το βράδυ, την ώρα που έπεφτε η νύχτα και καθόμουν στο μπαλκόνι μου, καθώς ο ήλιος φώτιζε το πρόσωπο του παιδιού μου και ήταν υπέροχο όλο, είχαν όλα λειανθεί κάπως. Όχι τελείως, αλλά κάπως. Όχι ότι δεν κατηγορούσα τον εαυτό μου που δεν μπορώ πάντοτε να συνδεθώ με το παιδί μου, αλλά ίσως είχε απαλυνθεί λίγο η πληγή από το πρωινό αυτομαστίγωμα. Την Πέμπτη, η μπειμπισίτερ ήρθε και όλα έστρωσαν. Ήταν αρκετά απλό.
Μερικές φορές, θέλω ένα ξεκάθαρο τέλος. Θέλω να ξέρω ποιος είναι ο κακός και ποιος ο καλός. Ένα ηθικό δίδαγμα. Αλλά είναι πολύ σπάνιο στις σκέψεις που κάνω, σ’αυτά που μου συμβαίνουν και προσπαθώ με λίγα εφόδια να αποδομήσω, να έχω μια καθαρή εικόνα του Καλού και του Κακού. Μακάρι να μου έχει μάθει κάτι η εξαφάνιση και η επανεμφάνιση της γάτας μου. Να μπορέσω να εκτιμήσω τη ζωή μου γιατί αντικειμενικά είναι μια καλή ζωή. Θα το ήθελα πολύ. Και συνήθως τα καταφέρνω. Αλλά είναι κάποιες γαμημένες μέρες που το μόνο που τις ομορφαίνει είναι το απογευματινό φως στο πρόσωπο αυτού που αγαπάς όσο τίποτα. Ίσως αυτό να αρκεί για όλο τον υπόλοιπο, κάποτε βασανιστικό, συχνά υπέροχο, και σχεδόν σίγουρα πολύπλοκο, καιρό.