Την τρίτη μέρα μετά τον τοκετό, όταν θεωρητικά οι ορμόνες όλης της διαδικασίας εξαφανίζονται και αρχίζει το λεγόμενο baby blues, έχω ξυπνήσει από τις 6, έχω ταΐσει το μωρό και κάθομαι και το κοιτάζω· μου φαίνεται τέλειο, μια συνειδητοποίηση που έχει έρθει πολύ απότομα και ξαφνικά και δεν λέει να φύγει. Έτσι θα είναι από δω και πέρα;, αναρωτιέμαι. Αυτό σημαίνει να μεθάς από αγάπη;
Ταυτόχρονα όμως, ακριβώς επειδή είναι η τρίτη μέρα από τον τοκετό, βάζω τα κλάματα. Αυτές τις μέρες, η χαρά με τη λύπη εμφανίζονται ζευγάρι, επικίνδυνα, ή έστω μπλεγμένα. Σκέφτομαι, χωρίς να το θέλω, το My beautiful son, μια ταινία που βγήκε πέρσι, πριν μείνω έγκυος, περίπου την ίδια περίοδο που έκανα ενέσεις στον εαυτό μου και τον μπούσταρα με ορμόνες, ακολουθώντας το πρωτόκολλο της εξωσωματικής. Η ταινία ακολουθεί έναν καταρρακωμένο πατέρα (Στηβ Καρέλ) που βλέπει τον γιο του (Τίμοθι Σαλαμέ), να γεμίζει τον οργανισμό του χημικά και να συνειδητοποιεί ότι πιθανότατα μια μέρα θα τον χάσει ολοκληρωτικά από την ηρωίνη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου έρχεται στο μυαλό αυτή η ταινία, αλλά για ένα βασανιστικό εικοσάλεπτο είναι το μόνο που μπορώ να σκεφτώ. Έπειτα καταλαβαίνω· αυτός ο πατέρας, που έχει επενδύσει σωματικά και ψυχολογικά όσο κανείς άλλος στο γιο του, που πριν απο 18 χρόνια του άλλαζε πάνες, που τον είδε να μεγαλώνει και να ομορφαίνει και να κάνει ό,τι κάνουν τα παιδιά, δηλαδή λίγο λίγο να αποκόπτεται από τους γονείς του, ν’αφήνει πίσω του την παιδική ηλικία, και να γίνει ένας λειτουργικός ενήλικος, αυτός ο πατέρας έχει χάσει τα λογικά του με την τροπή που έχει πάρει η ζωή του γιου του. Και δεν μπορώ παρά να κλαίω κοιτάζοντας το Νικόλα, το αγόρι που προστάτευσα για εννιά μήνες μέσα μου και έσπρωξα χωρίς την συγκατάθεσή του στον καθόλα ατελή κόσμο μας, και να σκέφτομαι πως όσο και να τον αγαπάω, δε θα μπορέσω να τον προστατεύσω από τις απειλές που παραμονεύουν, σήμερα ή σε 18 ή σε 30 χρόνια, αν ζω ακόμη. Και αυτό με κάνει να κλαίω. Όταν ξυπνάει ο σύντροφός μου, που κοιμάται σ’ένα κακομοίρικο στρώμα στο πάτωμα του δωματίου 312 του μαιευτηρίου Les bluets στο Παρίσι, δεν μπορώ καν να του εξηγήσω τι μου συμβαίνει από τους λυγμούς.
Ένα εικοσιτετράωρο μετά, η γυναικολόγος που παρακολουθεί ασθενείς με υψηλό δείκτη ευθραυστότητας (δικός μου όρος) έρχεται και με ρωτάει πώς νιώθω. Δεν κοιμάμαι, της λέω. Γιατί;, με ρωτάει. Γιατί είναι υπέροχος. Πώς κάτι τόσο τέλειο βγήκε από κάτι τόσο ατελές; Υποθέτω πως χαμογελάει πίσω από τη μάσκα, και μου γράφει ένα ήπιο αγχολυτικό για να αρχίσω να κοιμάμαι. Μια βδομάδα μετά, έχουν στρώσει όλα, αλλά έχει χρειαστεί ένα χωριό, που λέει ο λόγος. Η γυναικολόγος, ο ψυχίατρος, ο ψυχοθεραπευτής, ο σύντροφός μου, η μητέρα μου, η αδελφή μου, δυο κολλητές πίσω στην Αθήνα. Ένα χωριό για να με προστατεύσει, ώστε να μην υποκύψω στην ασθένεια. Ασθένεια; Δε μ’αρέσει να αποκαλώ έτσι τη διπολική διαταραχή. Είναι, μάλλον, μια κατάσταση, που, αν έπρεπε να ορίσω με δυο λέξεις, θα έλεγα πως νιώθεις τα πάντα πιο έντονα και δυνατά από το μέσο άνθρωπο. Αυτή η ακραία ευαισθησία μεταφράζεται σε περιόδους νορμοθυμίας, δηλαδή περιόδους που τα πάνω κάτω είναι περιορισμένα, και περιόδους μανίας ή κατάθλιψης - και με το ένα να ακολουθεί συνήθως το άλλο.
Όντας διπολική, η επιλόχειος κατάθλιψη είναι μια σκιά που παραμονεύει πιο απειλητικά από ότι στη μέση λεχώνα. Τις μέρες μετά τον τοκετό, όταν σκέφτομαι πόσο αγαπώ το Νικόλα, κλαίω. Όταν σκέφτομαι πόσο αγαπώ το σύντροφό μου, κλαίω και πάλι. Δεν μπορώ να προστατεύσω κανέναν, ούτε εμένα. Κλαίω.
Μάλλον η μητρότητα είναι -και- αυτό. Μια διαρκής επιβεβαίωση των χειρότερων φόβων μας και η αχνή ελπίδα ότι θα νικήσει η αγάπη. Μ’αρέσει, από την άλλη, να βλέπω έτσι τη ζωή μου από εδώ και πέρα. Ως ένα άνισο στοίχημα, που όμως μαθαίνεις, λίγο-λίγο να κερδίζεις. Μερικές μέρες μετά, όταν με δάκρυα στα μάτια λέω στον ψυχοθεραπευτή μου για την ταινία, μου εξηγεί ότι σιγά σιγά θα εφοδιαστώ με τα εργαλεία που θα μου χρειάζονται για να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες που θα εμφανιστούν στο δρόμο μου. Καταλαβαίνω ότι δε θα συμβεί απότομα, αλλά σταδιακά, ώστε να γίνω πιο δυνατή (και, ίσως, να μην κλαίω κάθε φορά που σκέφτομαι την τελειότητα του Νικόλα).
Άλλες φρενήρεις σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου και προσπαθώ να πετάξω. Αν η μανιοκατάθλιψη είναι κληρονομική, τι σόι άνθρωπος θα αποφάσιζε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί που μια μέρα θα υποφέρει; Και αν κάτι μου συμβεί, ποιος θα φροντίσει το Νικόλα;
Βέβαια, δεν είναι όλα μαύρα. Για την ακρίβεια, σε προσωπικό επίπεδο, δεν έχουν υπάρξει ποτέ πιο χρωματιστά. Φυσικά, ανά διαστήματα, υπάρχει ένα υφέρπον γκρι που καλύπτει τα υπόλοιπα χρώματα, αλλά αυτό είναι η ζωή, όχι η μανιοκατάθλιψη. Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι έκανα το πρώτο μου μανιακό επεισόδιο μικρή, στα 21 μου, σημαίνει ότι 16 χρόνια και 4 επεισόδια μετά, είμαι εφοδιασμένη όσο κανένας ώστε να τα αντιμετωπίσω. Επίσης, έχω μια ξεκάθαρη σχέση με τα συναισθήματά μου. Ξέρω που βαδίζω, εκεί θέλω να καταλήξω. Ο Νικόλας ήταν μια καθαρή επιλογή. Πριν από μερικά χρόνια, όσο κι αν σκεφτόμουν την έννοια του μωρού, έβλεπα πως δεν μπορούσα να φροντίσω καλά-καλά τον εαυτό μου, το παιδί ήμουν εγώ. Ένα δεύτερο παιδί έμοιαζε βουνό.
Δεν πιστεύω στο σύμπαν και στις συνομωσίες, και η μητρότητα έρχεται σε κάθε γυναίκα με διαφορετικό τρόπο και αυτό δεν κάνει κάποιες καλύτερες μάνες απ’ότι άλλες. Αλλά βοήθησε το ότι ήθελα πραγματικά αυτό το παιδί για να αποδεχτώ το σώμα μου που άλλαζε κάθε μέρα και το πόσο είχε καταλάβει χώρο το παιδί μου. Τον εγωισμό μου, που θα μεταφραστεί σε εγωισμό του παιδιού μου όταν λίγο λίγο θα χαθεί η Βάλια του πριν για να πάρει τη θέση της η Βάλια του μετά. Κάθε μέρα, κοιτάζω το Νικόλα και του λέω “είμαι η μαμά σου”. Εννοείται ότι το κάνω για να το πιστέψω εγώ. Εκείνος δεν έχει τέτοιες αμφιβολίες.
Η μητρότητα είναι ποτισμένη από ενοχές. Ξεκινάει από τη σύλληψη του μωρού και, εικάζω, συνεχίζεται μέχρι να πεθάνεις. Αρχίζει από το τι τρως, αν ήπιες αλκοόλ, αν κάπνισες, αν πήρες κιλά και πόσα, αν έχεις τον έλεγχο - πώς ακριβώς; κουβαλάς ένα καρπούζι στην κοιλιά σου - ένας ανηφορικός αγώνας δρόμου, ό,τι και να κάνεις, δε θα κερδίσεις. Γεννιέται το μωρό, το κρατάς σωστά, το θηλάζεις, για πόσο καιρό, έχασες τα κιλά της εγκυμοσύνης, ξανάρχισες τα σπορ, είσαι όμορφη, ξαναβρήκες το σώμα σου, είσαι αρεστή, θες να κάνεις σεξ με τον άντρα σου; Θέλεις δεύτερο παιδί, κι αν όχι, γιατί, δε σ’αρέσει η μητρότητα, που είναι το πιο ιερό πράγμα στον πλανήτη; Το παιδί σου, έχει καλούς τρόπους, είναι ήσυχο, φωνάζει, κάνει καπρίτσια; Και κάπως, εντελώς μαγικά, όλη του η ανατροφή και η συνεπακόλουθη ευθύνη, πέφτει πάνω σου.
Λίγο να σκεφτείς, κάνεις την πιο σημαντική δουλειά του κόσμου. Και κανείς δε μοιάζει να το αντιλαμβάνεται. Αυτός είναι ο λόγος που την τρίτη μέρα στο μαιευτήριο κλαίω. Γιατί αντιλαμβάνομαι τι πρόκειται να συμβεί. Πόσο σημαντικό είναι όλο αυτό και ποια είναι η σύνδεσή μου αυτό το πλάσμα. Με τη ζωή. Του ξαναλέω ότι είμαι η μαμά του, έχοντας φόβο ότι δεν το αντιλαμβάνεται, ότι δεν το συγκρατεί. Όμως αυτός κι εγώ είμαστε ένα. Αυτό δε θα σταματήσει, εικάζω, ποτέ να μου προκαλεί έκπληξη. Και μερικά συγκρατημένα δάκρυα. Καλή μας τύχη.
απλά υπέροχο , τόσο ζωντανό , τόσο πολύπλοκο , τόσο κελαρυστό ,τόσο άμεσο , τόσο καθηλωτικό που δε θέλω να τελειώσει .......τόσες πολλές εικόνες , τόση μελωδία , τόσες κορυφώσεις ......Να σου ζήσει , να τον νοιάζεσαι , να τον χαίρεσαι μαζύ με την υπέροχη οικογένεια και τις συντροφιές σου .....!!!!!!!! μια θερμή αγκαλιά .....!!!!