Το περασμένο Σάββατο, η χρονιά που αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών το 2002 συναντήθηκε για να γιορτάσει τα 20 χρόνια.
Δεν ξέρω τι περίμενα από αυτήν τη συνάντηση, δεν ξέρω και τώρα πια, που πέρασε, τι περιμένω ότι μπορεί να άλλαξε και τι πραγματικά αλλάζει, γενικά, πάντα, αν κάτι αλλάζει. Ποιοι μείναμε ίδιοι και ποιοι γίναμε κάτι άλλο, ή αν μπορεί να επικοινωνηθεί.
Από τη συμμαθήτρια που στα δέκα χρόνια, το 2012, είχε πει δυνατά ότι είναι μεσίτρια και έχει τρελαθεί να πουλάει σπίτια -μέσα στην κρίση- που είτε ήταν αλήθεια είτε ήταν ψέματα είναι εξίσου προβληματικό αν είναι αλήθεια γιατί πρόκειται για μια κλίκα που συνέχιζε να αγοράζει εν μέσω κρίσης, κι αν είναι ψέμα είναι το ψέμα που δεν μπορείς να αποφύγεις γιατί η ανατροφή σου σου επιβάλλει να κυκλοφορείς φορώντας αυτό το προσωπείο, αυτήν τη βιτρίνα, είσαι από το Κολλέγιο, πώς θα γινόταν αλλιώς;
Σκέφτομαι από το Σάββατο να γράψω κάτι για να περιγράψω όλα τα αντιφατικά συναισθήματα που κίνησε αυτή η βραδιά μέσα μου. Η συνάντηση με τους συμμαθητές μου έχοντας διανύσει μια ακόμη δεκαετία γιατί με τους περισσότερους δεν συναντιόμουν - είτε γιατί ζούσα στο εξωτερικό είτε γιατί κάποιος έμεινε ίδιος ενώ ο άλλος άλλαξε.
Ποτέ δε μου άρεσε η πόζα, αυτό είναι σίγουρο. Είμαι εξαιρετικά παρορμητική με τη βούλα πια, εφόσον παίρνω φάρμακα για να μπορώ να κρατιέμαι στα πολιτισμένα επίπεδα κοινωνικότητας. Παλιότερα αποκάλυπτα σε κάθε τυχόντα την προσωπική μου ιστορία, φρόντιζα να γίνομαι το κέντρο του σύμπαντος για όσο κρατούσα την προσοχή του συνομιλητή μου. Κάποιες φορές κατάφερνα να πείσω κι εκείνον και τον εαυτό μου ότι είμαι άξια να αγαπηθώ. Αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς ειλικρίνεια. Είναι πόζα, όσο κι αν δεν είναι η πιο πασιφανής επίδειξη ανειλικρίνειας.
Συναντήθηκα το Σάββατο με κάποιον πολύ παλιό φίλο, ο οποίος μου αποκάλυψε ότι ήθελε να ζητήσει πολλές συγγνώμες για το πώς συμπεριφερόταν στους συμμαθητές μας στο σχολείο. Του είπα να το πάρει χαλαρά και όπως του βγει. Ανά διαστήματα συναντιόντουσαν τα βλέμματά μας και τον ρωτούσα, με νοήματα, όλα καλά; Ναι μου έλεγε, μια χαρά, περνάω πολύ όμορφα. Δεν το περίμενα. Πήγες με μηδέν προσδοκίες του είπα. Κατέβηκες εκείνα τα λίγο κινηματογραφικά σκαλιά με μεγάλο φόβο - πόσοι ήμασταν έτσι; Έχασα το πορτοφόλι μου μέσα στον πανικό. Ποτέ δεν έχω χάσει το πορτοφόλι μου. Το ξαναβρήκα· είχε μείνει εκεί απείραχτο δίπλα από το τραπέζι της υποδοχής.
Κάποιος άλλος παλιός συμμαθητής και αδερφικός φίλος -απ’αυτούς που κι ας μην ανταλλάξεις τρεις λέξεις για δέκα χρόνια σε ενώνει κάτι- μου είπε ότι μπήκε στην τρίτη φάση της ζωής του · κοίτα να δεις πως νοηματοδοτούμε τις υπάρξεις μας, σκέφτηκα. Άλλοι από μας ξυπνούν από έναν βαθύ ύπνο, κάποιοι φλερτάρουν με την καταστροφή, άλλοι αλλάζουν πάνες, κάποιος ξέχασε τους τρόπους του και υπονόησε ότι το να μην είσαι μητέρα είναι κάποιου είδους αναπηρία. Το Κολλέγιο είναι η ζωή, αν η ζωή είναι μια δύσκολη πίστα που τη διευκολύνουν η καλή μόρφωση, οι σωστές διασυνδέσεις και τα λεφτά.
Δεν ξέρω αν θα έστελνα το παιδί μου στο Κολλέγιο - καταρχάς για τον απλό λόγο ότι βρίσκεται υπερβολικά μακριά από εκεί που θέλω να κατοικώ για τα επόμενα χ χρόνια της ζωής μου. Κατά δεύτερον, γιατί δεν ξέρω αν το παρατεταμένο μπούλινγκ είναι χαρακτηριστικό αυτού του σχολείου ή όλων των σχολείων αλλά θέλω να το ανακαλύψω; Σίγουρα συγκινούμαι για το πόσο μεγαλώσαμε αν μεγαλώσαμε. Με εντυπωσιάζει πόσο συγκινούμαι από το κοινό μας παρελθόν και τι αλλάζει μέσα μου όταν βρίσκομαι εκεί. Ίσως, τέλος όμως, να φοβάμαι τι μπορεί να μου ξαναξυπνήσει μια επιστροφή ως μητέρα σ’αυτόν τον κάπως ιερό διάολο.
Μια άλλη φίλη μου μιλούσε για το αγέννητο παιδί της. Πώς θα του εξηγήσω την πατριαρχία, με ρώτησε, πώς θα το κάνω να μη γίνει μισογύνης. Πού να ξέρω· αλλά ξέρω. Ξέρω πως παλεύω με τους ίδιους δαίμονες και ευελπιστώ να έχω οχυρωθεί αρκετά και να συμφωνώ με τον πατέρα του παιδιού μου σχετικά με το τι πάει ίσια και τι πάει στραβά στον κόσμο που ζούμε. Κάποτε αναγκάστηκα να υπερασπιστώ το wokeness σε μια παρέα στο Παρίσι που μου φαίνονταν νορμάλ άνθρωποι αλλά απάρεντλι τα δικαιώματα των ανδρών χρειάζονται υπεράσπιση και όχι χαλιναγώγηση. Θυμήθηκα, εκεί στις στρογγυλές κοιλιές που έβλεπα στο ριγιούνιον, την περίοδο που ήμουν έγκυος την οποία συνήθως ξεχνάω και μίλησα για την καισαρική και σκέφτηκα την τομή εκεί χαμηλά που δε λέει να φύγει αλλά κάπως την αγαπώ κι αυτήν και την χαλαρή κοιλιά μου που κι αυτή έχει στρογγυλοκαθίσει.
Πλησίαζα τους συμμαθητές μου και τους αγκάλιαζα αν και ομολογώ ότι δεν άκουγα πάντοτε αυτό που έλεγαν γιατί τα τύμπανα των αυτιών μου ανταποκρίνονταν αποκλειστικά στις ορέξεις του ντιτζέι. Εκεί στο δεύτερο κοκτέιλ σκέφτηκα να κάνω κράτη κι αυτό με κράτησε όλη νύχτα, αυτή η εγκράτεια. Σκέφτηκα πως υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με τους οποίους ευχαρίστως θα έκανα πολλές, πολλές ακόμη συζητήσεις και ίσως κατάφερνα να πετάξω αυτό το παραπέτασμα που συχνά παρεμβάλλεται ανάμεσα στο βαρετό τσιτ τσατ και σε μια ειλικρινή κατάθεση.
Αποκάλυψε κάτι που ντρέπεσαι αλλά ταυτόχρονα σε κάνει περήφανο που το έχεις. Να μια καλή ερώτηση. Κάποιος δίπλα μου σχολίασε πως τέλειωσε, το ξύρισε το κεφάλι του, ας μην το καθυστερούμε άλλο, καραφλιάσαμε, it’s official. Μαζί σου. Μια συμμαθήτρια ήρθε με μισό ξυρισμένο κεφάλι, το υπόλοιπο βαμμένο σε κάτι ελεκτρίκ, γαλάζιο ή ροζ. Έτσι. Ήρθε. Στο κολλέγιο. Δεν την είδα πολύ. Δεν την χαιρέτησα, αλλά αν κάπου βρίσκεται θα της έλεγα πολλά συγχαρητήρια για τα κότσια της. Αν δεν είναι πόζα κι αν είναι αυτή που είναι. Ποιος ξέρει πώς έφτασε εκεί. Όταν ήταν μικρότερη δεν γινόταν εύκολα αποδεκτή. Εγώ έκανα ένα τατουάζ που μετάνιωσα μερικούς μήνες μετά. Ένα αλλοπρόσαλλο κούρεμα θα ήταν μια λιγότερο ράντικαλ αντίδραση στην καταπίεση που ο καθένας μας κάποτε βίωσε. Κάποια πράγματα, βέβαια, χρειάζεται να είναι μόνιμα. Γιατί άραγε; Για τα μαθήματα που παίρνουμε;
Πηγαίνοντας στο ριγιούνιον πέρασα από την Κηφισίας και πήρα το λεωφορείο, μου άρεσε η ιδέα να φτάσω στο σχολείο με το 550 όπως άλλοτε, σκεφτόμουν ότι θα ήταν παρκαρισμένα αμάξια σένια, ακριβά, ό,τι ποτέ δε με τράβηξε, κι εγώ θα έφτανα εκεί με το μεταφορικό της έφηβης, τελοσπάντων, έτρεχε με χίλια, και ένα τσούρμο παιδιών το σταμάτησε κι άρχισε να φωνάζει, περιμένετε περιμένετε, να μαζευτεί όλη η παρέα, μόνο για να κατέβουν όλοι μερικά δεύτερα μετά, γράψε λάθος. Ήμουν εντελώς χάι από την επικείμενη βραδιά, μεθυσμένη χωρίς να έχω πιει. Ανυπομονούσα να δω όλη τη χρονιά γιατί πλέον βρίσκομαι σε μια θέση unapologetic, ό,τι έκανα σκατά τώρα δεν με πληγώνει - σχεδόν, δε γίνεται να μην έχουμε καμία σκιά άλλωστε - τραγουδούσα στο δρόμο ένα κομμάτι από τους MUNA,
I want the full effects
I want to hit it hard
I want to dance in the middle of a gay bar
Ooh, ooh-ooh
That's what I want, there's nothing wrong, with what I want
Yeah, yeah
I want the fireworks
I want the chemistry
I want that girl right over there to wanna date me
Ooh, ooh-ooh
That's what I want, there's nothing wrong, with what I want
Yeah, yeah
Δεν είναι ότι κάνεις ακριβώς μια ρετροσπεκτίβα της ζωής σου τα τελευταία 10 χρόνια αν και έτσι μοιάζει. Έρχεσαι πάντως αντιμέτωπος με τις επιλογές σου και ποιον εαυτό επιλέγεις να παρουσιάσεις. Εγώ δεν θέλω πια να παίξω την κουλ Βάλια. Δε δούλεψε και ποτέ. Δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ωραιοποιημένη εκδοχή μου, φοράω όλες τις αποτυχίες μου. Και τι έγινε;, Και τι έγινε που αυτό δε δούλεψε; Και τι έγινε που έχασα κάτι πολύτιμο; Τίποτα δεν είναι πραγματικά δικό μας έτσι κι αλλιώς. Είμαστε όλοι όσο χαμένοι δε δείχνουν τα πρόσωπά μας.
Σκέφτομαι εκείνον που μου είπε για τις φάσεις της ζωής του. Έχω πάψει να σκέφτομαι έτσι πια. Παλιότερα σταχυολογούσα τις φάσεις, τις μανιακές, τις καταθλιπτικές, πόσο πάνω ήμουν, πόσα κιλά είχα χάσει, πόσους φίλους είχα παραμελήσει, ποιος άγνωστος γνώρισε κάτι παραπάνω από μένα και αν του άξιζε κι αν έχει σημασία.
Αισθάνομαι ακόμη ένα τσίμπημα όταν σκέφτομαι τις αποτυχίες μου και τις ξέρω καλά. Θέλω να μη θεωρούμε τις ιστορίες μας, τις αφηγήσεις πιο σοβαρές απ’ότι είναι. Ελαφρότητα. Γίνεται; Χωρίς να υποτιμάμε τον πόνο μας, αλλά να προσπαθούμε να τον δούμε από λίγη απόσταση, να τον χαιρετήσουμε και να του επιτρέψουμε να μας χαμογελάσει. Ποιος γονιός μας ταλαιπώρησε, ποιος συμμαθητής μας περιγέλασε, ποιος καθηγητής έγινε πιο φιλικός απ’ότι θα θέλαμε, ποια παρέα τόλμησε κάτι που δεν θέλαμε να επιτρέψουμε. Και στο τέλος τέλος ποιος μας έμαθε να βλέπουμε στεγανά και όχι ανοίγματα. Θα ήταν κρίμα να χρειάζεται σ’όλη μας τη ζωή να περιφερόμαστε με χαμόγελα που σβήνουν όταν ο προβολέας φεύγει από μας.
Το μότο μου, σήμερα, είναι ότι όλα αλλάζουν και ευτυχώς αυτό ισχύει και για τις απόψεις μας. Αλλά ποιος ξέρει, μπορεί κι αυτό ν’αλλάξει.