Γράφω και σβήνω αυτόν τον πρόλογο εδώ και λίγη ώρα. Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω και σίγουρα δεν θα ξέρω πώς να τελειώσω. Σκέφτομαι χίλια δύο, την έννοια της ψυχικής ασθένειας, την έννοια του στίγματος που μας φοράνε οι άλλοι και αυτού που φοράμε στους εαυτούς μας. Μια ψυχοθεραπεύτρια που γνώρισα πρόσφατα με κοίταξε αφού ξεκίνησα την κουβέντα, ανοίγοντας τα χαρτιά μου, λέγοντας λοιπόν το γνωστό «με λένε Βάλια και είμαι διπολική», ή μια εκδοχή αυτού, και χαμογέλασε. Είναι ψηλή, έχει ξανθά μαλλιά και μια ενέργεια κάπως διασκεδαστική, σαν να λατρεύει τη ζωή ή εμένα την οποία ο δρόμος έφερε εκεί. Κάθε φορά που βρισκόμαστε, με ευχαριστεί για την απολαυστική συνεδρία. Ποτέ δεν έχω κάνει καλύτερη απόσβεση επένδυσης. «Δεν είστε διπολική», είπε. «Έχετε διπολική διαταραχή», και σκέφτηκα πόσα πράγματα έχω. Έχω έναν σύντροφο, ένα παιδί, μια γάτα, ένα μπουκάλι γάλα στο ψυγείο, μια κάρτα για βενζίνη, μια αφίσα της Τζιν Σίμπεργκ. Έχω και διπολική διαταραχή. Και λοιπόν;
Πριν από 6 ακριβώς χρόνια η κολλητή μου η Νάγια, η οποία τότε δούλευε στην Huffington Post, μου έστειλε ένα μήνυμα, ότι για το αφιέρωμα ψυχικής υγείας που ετοίμαζε το σάιτ, θα ήθελαν να τους γράψω ένα κείμενο για την διπολική διαταραχή. Με εμπιστευόταν για το περιεχόμενο, δεν είχα κάποια κατευθυντήρια γραμμή. Δεν ήταν δύσκολο. Μου πήρε περίπου 2 ώρες για να ξεράσω σε ένα χαρτί περίπου 2000 λέξεις για κάτι που έχει καθορίσει τη ζωή μου από τα 15 χρόνια μου μέχρι τα -τότε - 33 μου. Στο κείμενο, το οποίο κάποιος μπορεί να βρει απλά γράφοντας το όνομά μου στη μπάρα αναζήτησης του Google, κάνω μια παράξενη και λίγο δραματική αναδρομή στην κατάστασή μου, περιγράφοντας σκηνές που με συγκλόνισαν, και για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και τώρα μου προκαλούν κάποιο δέος.
Έβλεπα πριν λίγο το Sex Education, που για όποιον δεν το έχει δει, ή έχει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια σειρά για horny λυκειόπαιδα, τους προκαλώ να join the party γιατί λίγα πράγματα έχει βγάλει η τηλεόραση που να είναι ταυτόχρονα τόσο φαν και άλλο τόσο ατόφια και συγκινητικά. Βλέποντας λοιπόν τη σειρά και συγκεκριμένα την Maeve, που έχει ξεκινήσει τη ζωή με πολλά μπαγκάζια, τα οποία της φορέθηκαν τόσο νωρίς που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον εαυτό της από αυτά, σκεφτόμουν όλες αυτές τις ανασφάλειες που με κατακλύζουν σχεδόν κάθε λεπτό που είμαι ξύπνια. Για την ακρίβεια, η πρώτη αίσθηση της μέρας μου, είναι τρόμος γι’αυτό που έρχεται. Εδώ, να σημειωθεί πως αγαπάω πολύ τη ζωή μου, με τα πάνω και τα κάτω της. Και όπως είχα γράψει στην HP, αυτή η συνθήκη, του να πρέπει να μετράω τα blessings μου πριν καλά καλά ανοίξω τα μάτια μου, έχει γίνει δεύτερη φύση μου. Είμαι οκ μ’αυτό, τον περισσότερο καιρό.
Ταυτόχρονα βέβαια με τις ανασφάλειες, αισθάνομαι άσχημα για το προνόμιο μου, ότι θα έπρεπε να είμαι πιο ευτυχισμένη και να αγαπάω τη ζωή μου και να μην γκρινιάζω και να εκτιμάω τον σύντροφό μου και το πόσο καλά μου φέρεται η ζωή. Και μαζί μ’αυτό, μια παραλυτική κατηγορία για το πόσο εύκολα μου έχουν έρθει όλα. Αυτό που τείνω να ξεχνάω τον περισσότερο καιρό είναι πόσο δύσκολο ήταν να φτάσω μέχρι εδώ. Και πόσο δύσκολο είναι για όλους όσοι πάσχουν από μια ασθένεια που φαίνεται ή δε φαίνεται. Τι ωραία που θα ήταν να φτάσει κάποιο στο σημείο να βαριέται πού και πού τη ζωή του. Στο σημείο να τη θεωρεί δεδομένη, αυτήν, τη σχέση του τους φίλους του, την οικογένειά του. Για πολλά χρόνια τίποτε απ’όλα αυτά δεν ήταν δεδομένο.
Για έναν διπολικό, για έναν ψυχικά άρρωστο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορεί να πατήσει το κουμπί της καφετιέρας, ή να πάει μέχρι το ψυγείο ακόμη χωρίς να τον τριγκεράρει κάτι. Βλέποντας ένα προηγούμενο επεισόδιο της σειράς χτες βράδυ, όπου κάποιος χαρακτήρας παθαίνει overdose και πεθαίνει (δεν είναι τρομερό σπόιλερ ούτε κάτι που δεν περιμέναμε να συμβεί κάποτε), σκεφτόμουν τα 11 μου χρόνια, όπου οι γονείς μου είχαν μόλις χωρίσει και πόσο χαμένη ένιωθα. Η μαμά μου προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα μου να με συνοδεύσει στη Σίφνο με το καράβι γιατί φοβόμουν να το πάρω μόνη μου, και για όλο εκείνο το καλοκαίρι, έγινε το running gag του πατέρα μου και της καινούριας του φίλης ότι η μαμά μου φοβόταν ότι θα με απαγάγουν απ’το πλοίο, και ποια ήμουν τελοσπάντων ώστε να απαχθώ; Και σκεφτόμουν λοιπόν τη δόλια τη μαμά μου, που έπρεπε να υποστεί όχι μόνο έναν χωρισμό από μια σχέση 25 χρόνων, αλλά και μία με αλκοολικό, και βάλε στο μιξ και κάποιας αμφιβόλου εμπιστοσύνης φιλενάδα, και το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Στην άκρη του περίστροφου εγώ, περιμένοντας κάποιος να πατήσει τη σκανδάλη.
Κι ακόμη δεν είχα δει τίποτε. Just wait and see. Μπορεί να μην θέλω να γράψω γι’άλλη μια φορά το χρονικό της διπολικής διαταραχής, το νοσοκομείο, τους ψυχιάτρους, την υπερβολική έκθεση, τους χαμένους έρωτες, τις νοσηρές φιλίες, τις βαθιές πληγές που δεν κάνει κανένας άλλος παρά μόνο ο εαυτός μας, και τη μοναξιά, ναι, την πουτάνα τη μοναξιά. Δεν νιώθω πάντα τρωτή, και ίσως αυτή είναι και η παγίδα. Το τελευταίο μου επεισόδιο έγινε αφού γράφτηκε εκείνο το πολύ ειλικρινές αλλά κάπως αθώο άρθρο μου στην ΗΡ. Στο τελευταίο μου επεισόδιο δεν θρηνήσαμε θύματα. Δεν άφησα τον σύντροφό μου για κάποιον άλλο που είχα γνωρίσει παραζαλισμένη σ’ένα μπαρ και θα είχα ακολουθήσει μέχρι το τέλος της νύχτας, όποιας νύχτας, την επόμενη ή σε μια βδομάδα από τότε, αρκεί να μην είχε πει ότι ο καπιταλισμός είναι καλός γιατί έχουμε πολλά σούπερ μάρκετ. Όχι, το τελευταίο επεισόδιο δεν είχε έκρηξη, είχε μια ανάποδη έκρηξη, ένα implosion σε όλα τα επίπεδα. Μια υψηλή συνειδητότητα, μια αυστηρή εποπτεία της κατάστασης όπου αναγκαζόμουν να προσπαθώ να λειτουργήσω ως ο μέσος άνθρωπος, η μέση Βάλια τελοσπάντων, αλλά μέσα μου έπαιζε noise rock σε εκκλησία. Το τελευταίο μου επεισόδιο, το 2018, διήρκεσε περίπου 2 μήνες, κατά τους οποίους πάλευα μεν με τα κύματα, το έκανα όμως στα κρυφά. Από φόβο ότι θα απολυθώ αν κάποιος καταλάβει ότι κάτι τρέχει, αποφάσισα να μην πω τίποτε και να μην πάρω αναρρωτική άδεια. Ήταν μια καλή απόφαση· αγαπούσα πολύ τη δουλειά μου, και ήξερα ότι αν χαλιναγωγούσα τους δαίμονές μου, θα μπορούσα να την κάνω πολύ καλά. Έτσι κι έγινε. Κάποια στιγμή αυτή η διαρκής ανησυχία, οι αϋπνίες η αδυναμία να κοπάσουν οι σκέψεις, η ανάγκη για δράση είτε είναι 5 το πρωί είτε 9 το βράδυ, τα κλάματα, οι παράλογοι φόβοι: όλα κόπασαν. Και σαν θαύμα, δεν χτύπησε κάποια καταθλιπτική κρίση αργότερα, απλά επιστρέψαμε σ΄έναν ωραιότατο γκρι καμβά, στο οποίο μπορούμε να προσθέσουμε χρώματα και θα είναι υπέροχα, με μόνο πρόβλημα: το επόμενο πρωί θα έχουν σβήσει, και θα πρέπει να τα ξαναβάψουμε. Οκ, δεν είναι και τόσο δραματικό.
Τέλοσπάντων, μεγαλώνουμε. Προσωπικά, κάνω τρία βήματα μπροστά κι άλλα δύο πίσω. Είναι μέρες που οι φωνές κοπάζουν, αυτές που λένε ότι είμαι άχρηστη και προνομιούχα και θυμάμαι ό,τι πέρασα, από τις αυπνίες, μέχρι τα φάρμακα που σου στραβώνουν το στόμα, ως το κολύμπι στο Φλοίσβο και το πέρασμα από το αστυνομικό τμήμα της Δουκίσσης Πλακεντίας. Τον υπόλοιπο καιρό κλωτσάω μια μισοσκασμένη μπάλα ποδοσφαίρου σ’ένα τοίχο και εκείνη γυρίζει και με χτυπάει στο κεφάλι, δεν πονάω πολύ αλλά πονάω κάπως. Είμαι σ΄ένα σκοτεινό δωμάτιο και περιμένω κάποιος να απαντήσει στο υπέροχο ερώτημα του Sufjan Stevens «Will there anybody love me?», κι ας ξέρω ότι είναι πολλοί και, κάποιοι τουλάχιστον, έχουν καλό λόγο να το κάνουν. Και μετά προσπαθώ να θυμηθώ: δεν τους έχεις κοροϊδέψει όλους, είσαι καλή, είσαι έξυπνη, έχεις προσόντα, είσαι εσύ και είσαι αρκετή.
Διάολε, σταμάτα να σαμποτάρεις τον εαυτό σου. Μπορείς; Μπορείς το baggage σου να το κάνεις προσόν, μπορείς να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ευτυχήσει χωρίς να κινείσαι μεταξύ της απόλυτης πεποίθησης ότι είσαι η καλύτερη και ότι αυτής που υπαγορεύει ότι είσαι μια πενταβρώμικη πέτρα μέσα στη λάσπη;
Και μετά ξανασκέφτομαι αυτό το υπέροχο μουσικό κομμάτι και σκέφτομαι you got it all wrong! Όποιος και να μ’αγαπήσει, δε θα το βλέπω, αν δεν προσπαθήσω να στρέψω την προσοχή εντός.
Για μια μέρα, λοιπόν γι’αυτήν την τόσο συμβολική 10η Οκτωβρίου, ας προσπαθήσω να με φροντίσω, να μην είμαι επικριτική, να με αποδεχτώ. Αύριο μπορεί και να ναι αλλιώς.
Και σε όλους μας: love your people, ποτέ δεν ξέρεις τι δε σου λένε.
Βάλια
ΥΓ. Ας σημειωθεί ότι καμία ελληνική ασφαλιστική δεν μου παρέχει ασφάλεια ζωής ούτε καν με εξαίρεση για νοσηλεία λόγω ψυχωσικού επεισοδίου. Άρα ναι, μόνο συμβολική είναι η μέρα. Αλλά αυτό είναι για άλλο επεισόδιο.