Μια λέξη μου έρχεται στο μυαλό. Αφιλτράριστα. Κι αυτός κι εγώ. Αυτός για όλες τις λειτουργίες του - λειτουργίες που ποτέ δεν πίστευα ότι θα καθορίζουν τη διάθεσή μου, τη μέρα μου, τη ζωή μου, μικρές κι ασήμαντες αλλά τόσο εδώ. Έφαγε, ρεύτηκε, ενεργήθηκε, πρήστηκε η κοιλιά του, βολεύεται, η ξηροδερμία στα φρύδια του είναι φυσιολογική, πόσες φορές τη μέρα να του βάζω κρέμα, και το μπάνιο, κάθε πότε πρέπει να του κάνω, μήπως τον ενοχλεί η πάνα του, η πιπίλα, πρέπει, δεν πρέπει, γιατί δεν ηρεμεί απλά στην αγκαλιά μου αλλά τη χρειάζεται κιόλας, τα νύχια του, είναι μακριά, θα τραυματιστεί;, τα χέρια του, είναι ζεστά, μήπως παραείναι ζεστά, τα ρούχα του, πρέπει να τα σιδερώνω, όταν ακουμπάει στον ώμο μου, αν φοράω πουλόβερ, τον ενοχλεί, και το πιο βασικό, όταν τον έχω αγκαλιά που είναι η απόλυτη νιρβάνα, μήπως θα τον πλακώσω αν με πάρει κι εμένα ο ύπνος; Ξανά και ξανά: πώς γίνεται να αγαπάς κάτι τόσο ολοκληρωτικά, τόσο αφιλτράριστα, τόσο ανταποδωτικά, σ’αυτόν τον γαμημένο κόσμο που όλα μοιάζουν ανάποδα, αυτός ας μην καταλαβαίνει τίποτα, ευτυχώς είναι μικροσκοπικός και δε χρειάζεται να του εξηγώ την τάξη πραγμάτων, και πώς θα μπορούσα άλλωστε, κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι βόμβες και τα ανοίγω και τον κοιτάζω, και σκέφτομαι: όλα είναι τύχη, τίποτα δεν ελέγχεται, έτυχε και γεννήθηκα στην Ελλάδα και έτυχε και δεν έχουμε πόλεμο, έτυχε και ο Νικόλας και το μόνο που δεν έτυχε είναι η αγάπη που νιώθω γι’αυτόν και πώς θα τον προστάτευα με τη ζωή μου, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αισθάνομαι τα πάντα ταυτόχρονα. Γαλήνη, σαν να βρήκα το δρόμο μου και φόβο ότι κάτι θα του συμβεί που δεν μπορώ να προβλέψω, πολύ μακριά από τις μικρές τραγικότητες της καθημερινότητάς μας, τα άπλυτα που μαζεύονται στίβες ή το πετσετάκι που βρωμάει ξινισμένο γάλα. Τα νέα έρχονται ξεφωνίζοντας, πόλεμος πόλεμος πόλεμος. Στο κατώφλι της Ευρώπης. Αυτό που δεν είναι σήμερα θα είναι αύριο. Βλέπω εικόνες φρίκης τόσες μέρες τώρα, βλέπουμε όλοι εικόνες φρίκης τόσες μέρες τώρα και θυμάμαι τη Σούζαν Σόνταγκ που δαιμονοποίησε την εικόνα της μάχης ή κάτι άλλο, ποιος νοιάζεται τι στο διάολο είπε η Σόνταγκ για κάτι που δεν έφτασε ποτέ στο δικό της κατώφλι; Δίκιο θα είχε πάντως και πέθανε πριν ζήσει το μαρτύριο του σκρολ και των σόσιαλ μίντια. Μια γυναίκα σ’ένα φορείο, την μεταφέρουν για να γεννήσει, η λεζάντα γράφει, πέθανε και η ίδια και το παιδί της. Δεν αντέχουμε άλλο, αλλά εμείς, από τον καναπέ μας έχουμε την πολυτέλεια να κλείνουμε τα κινητά μας, κι ας μην το κάνουμε. Είναι ο ίδιος καναπές που ο Νικόλας κοιμάται στο πλάι για να μην πλακουτσωθεί το κεφάλι του, συμβουλές του οστεοπαθητικού τον οποίο πληρώνει το γαλλικό κράτος και επειδή τον αγαπάμε όσο τίποτα, του γυρίζουμε το κεφάλι. Τέτοιες είναι οι καταστροφές εδώ. Μπούρδες; Φοβάμαι ότι σε λίγες μέρες όταν θα προτείνω θέματα για τον πόλεμο, θα μου απαντήσουν ότι μπουχτίσανε, ας πούμε και κάτι άλλο, έτσι λέγανε και για τους πρόσφυγες στη Λέσβο, αλλά αυτοί ήταν μουσουλμάνοι ως επί το πλείστον, οπότε ίσως κάτι αλλάζει; Ρε, σταματήστε να συγκρίνετε καταστροφές. Μακάρι να μπορούσαμε να μας νοιάζει όλο αυτό περισσότερο, από δω και πέρα. Μπορεί και ναι. Αμφίβολο.
Ως γνήσια μάνα, επιμένω με τις τύψεις μου, ή μπορεί και να φταίει κάτι άλλο, κάτι που έχει ποτίσει μέσα μου από τις άγριες μέρες μου όταν ταλαιπωρούσα το σύμπαν και ζητούσα χίλιες συγγνώμες μετά. Σαν να μην μου επιτρεπόταν να χαίρομαι. Έτσι δεν αισθανόμαστε; Ότι με όλα αυτά που συμβαίνουν δε γίνεται να είμαστε ευτυχισμένοι, τελοσπάντων έτσι νιώθω εγώ. Δεν είμαι κάποιος άλλος. Αλλά κοιτάζω αυτό που έβγαλα από μέσα μου και σκέφτομαι, θα σε σφίξω όσο πιο πολύ μπορώ, γιατί μπορώ και είμαι βαθιά ευτυχισμένη που κλαις γιατί πεινάς γιατί μπορώ να σου λέω - κι ας μην ακούς παρά παράσιτα - “σε άφησα ποτέ χωρίς γάλα; μη μου σπαράζεις”, αστειευόμενη γιατί όπως είπαμε τα μωρά είναι αφιλτράριστα. Θέλουν πολύ και θέλουν τώρα. Διαβάζουμε τίτλους, 100 παιδιά τουλάχιστον έχουν πεθάνει στον πόλεμο. Έχω το δικαίωμα να φιλάω το παιδί μου και να σκέφτομαι εγωιστικά ότι το δικό μου δε έχει αυτό το τέλος, ότι θα ζήσει εκατό χρόνια - αν η κλιματική αλλαγή το επιτρέψει, αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Αναρωτιέμαι πόσο διανοούμενη θα έπρεπε να είμαι για να μην παίρνω αυτά που βλέπω ως μια σφαίρα στην καρδιά και από την άλλη σκέφτομαι, χρειαζόμαστε, άραγε, κι άλλα τέτοια κείμενα, για τον πόλεμο; Αλλά τι άλλο να γράψεις; Εμένα οι μέρες μου είναι ποτισμένες από αγάπη και από φρίκη, η πρώτη απτή, πελώρια, σπουδαία, η δεύτερη τερατώδης, συστηματική, ολοκληρωτική. Σπουδαία κι αυτή, με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο από την αγάπη. Πώς θα γλιτώσουμε; Δεν έχει κλείσιμο αυτό το κείμενο, δεν βρίσκω κλείσιμο γι’αυτό το κείμενο, απλά επιπλέει σε μια θάλασσα από μια απίστευτη και πανέμορφη και τραγική πραγματικότητα. Ίσως μια μέρα να ξεχάσω ότι όταν έγινα μαμά ο κόσμος όπως τον ξέραμε άλλαζε. Ίσως και να ήταν πάντα έτσι. Ίσως και να είμαστε καλά παρ’όλα αυτά.
Όλες οι φωτογραφίες είναι από θάλασσες. Αν δε μοιάζουν με θάλασσες είναι γιατί δεν έχουμε μάθει να τις κοιτάμε σωστά. © Ιωάννα Χρονοπούλου
*109 άδεια καροτσάκια παράταξαν οι αρχές στην πόλη Λβιλ, ως σύμβολο των παιδιών που πέθαναν από την αρχή του πολέμου μέχρι σήμερα στην Ουκρανία.