Την πρώτη φορά που συναντιέμαι με το μελλοντικό αφεντικό μου, είναι 8 το πρωί, μια Παρασκευή, και έχω έρθει για ίντερβιου πριν ξεκινήσει η εργατομέρα μου, σε μια άλλη στάρταπ, η οποία μετά την πρακτική ενός χρόνου που ολοκληρώνω σε μερικές εβδομάδες, έχει κάνει μπρος πίσω 3-4 φορές στο αν θα με προσλάβει ως μόνιμη ή όχι. Εκείνη τη συγκεκριμένη Παρασκευή, τα άστρα κλίνουν προς το όχι, κι εγώ έχω βαρεθεί να ασχολούμαι με τις διαθέσεις της ανισόρροπης μάνατζερ μου, που κρίνει απαραίτητο να με επαινεί τόσο, ώστε στο επόμενο λάθος ή παράλειψη μου, να μη χάσει ευκαιρία να δείξει την απογοήτευσή της. Βέβαια, η συγκεκριμένη εταιρία έχει συγκεντρώσει 29 εκατομμύρια δολάρια σε μια Series B χρηματοδότηση, και είναι η στιγμή για μεγάλες επενδύσεις και αλλαγές. Αυτό, υποθέτω, αθώα, σημαίνει ότι έχουν χρήματα για να με προσλάβουν, εφόσον δε ζητάω κάποιο τρελό ποσό. Πέφτω έξω, φυσικά. Σε τέτοιες στιγμές μια εταιρία κάνει υψηλόβαθμες προσλήψεις και συστημικές αλλαγές - σίγουρα δεν καταναλώνει ενέργεια για το δικό μου μέλλον.
Έχω κάνει κάνα δυο φίλους στην εταιρία, developers, και ο ένας δε διστάζει να μοιραστεί τα παράπονά του για τον μισθό του - πόσο θα έπρεπε να παίρνει και πόσα παίρνει. Το ποσό είναι αστρονομικό δίπλα στο δικό μου. Αυτό που μαθαίνω σιγά-σιγά είναι ότι η οικονομία της Silicon Sentier, όπως σχεδόν κωμικά λέγεται η περιοχή στην οποία συνωστίζονται όλες οι ανερχόμενες στάρταπ του Παρισιού, δε μπορεί να επενδύσει σε προφίλ σαν το δικό μου: τα πανεπιστημιακά μου διπλώματα δεν είναι κριτήριο ότι θα προσληφθώ. Έχω κάνει άλλον έναν χρόνο σπουδών (αισίως τον 6ο μου), στα 35 μου, και αυτό που έχω κερδίσει είναι μια μικροσκοπική βελτίωση στον μισθό μου, και το κλειδί μια πόρτας που θα αναρωτιέμαι για καιρό αν έπρεπε να ανοίξω: αυτής του κόσμου των στάρταπ.
Διάβαζα τις προάλλες, άλλο ένα από τα άρθρα δημοσιογράφων της γενιάς μου, και έβγαζε δηλητήριο για τον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα, ο οποίος, πολύ συχνά μοιάζει να κυριαρχείται από τα πιτσιρίκια που μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσαν να παραγγείλουν ποτό σε μπαρ. Η γενιά μου που βαδίζει περήφανα στα 40ς σε λίγα χρόνια, δείχνει μια περιφρόνηση άνευ ορίων προς τους νεότερους, ή στον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία σήμερα, στα νέα εργαλεία επικοινωνίας, ή, ακραία, στο Etsy και πώς αυτοί που γεννήθηκαν στο τέλος του 20ού αιώνα αποφάσισαν να εκδηλώνουν την δημιουργικότητά τους. Δε με βρίσκει σύμφωνη, ειδικά στην παρούσα συνθήκη της πανδημίας, το δηλητήριο απέναντι στη γενιά του TikTok, γιατί στην τελική, η κρίση που μας περιμένει θα μας γονατίσει όσο εκείνη της περασμένης δεκαετίας. Όλους μας, και τα αμάθητα πιτσιρίκια, που έχουν όλα ευφάνταστες επαγγελματικές ιδέες, σαν αυτές που περνούσαν τις πόρτες της εταιρίας που δούλευα. Η εταιρία λειτουργούσε ως incubator για νεόφυτες στάρταπ. Τα δύο χρόνια που δούλεψα εκεί, δεν μου λείψανε οι innovative ιδέες. Που θέλω να καταλήξω; Δεν είμαι κατά του TikTok, ή του κάθε TikTok. Δε θα το χρησιμοποιήσω, αλλά δε νιώθω την ανάγκη να κατουρήσω πάνω του. Δε θα μου αλλάξει τη ζωή να μισώ αυτό μέσω του οποίου η καινούρια γενιά έχει βρει να εκφράζεται.
Όλα αυτά για να πω, κάπως αδέξια, ότι δεν είμαι κατά του καινούριου τρόπου εργασίας, ούτε και πιστεύω ότι πριν ήταν καλύτερα. Αν ήταν καλύτερα, θα συνέχιζα να δουλεύω ως assistant σε ένα από τα αρκετά consulting firms που έχω στο ιστορικό μου, που, θυμάμαι, κάποιος προϊστάμενος είχε τη φαεινή ιδέα που δε μου κατέστρεψε την καθημερινότητα, αλίμονο, να διαβάζονται όλα τα μέιλ μου πριν φύγουν στους πελάτες, γιατί, δικά του λόγια, η γλώσσα που χρησιμοποιούσα δεν ήταν όσο “επίσημη” θα έπρεπε. Ειλικρινά, ξέρω τι γεύση και χρώμα έχει ο πάτος, όταν τον πιάνεις, και ήταν στυφή και ολόμαυρο.
Είναι 8 το πρωί, και έχω αρκετό στρες όταν ανοίγω την πόρτα του incubator για να συναντήσω το μελλοντικό αφεντικό μου. Του αρέσει να μιλάει για τον εαυτό του, και τον ξεγελάω κάνοντας πολλές ερωτήσεις ενώ φοράω το καλύτερο χαμόγελό μου, αλήθεια δεν ξέρω τι σωστό λέω, αλλά όταν πια έχω πάρει τη θέση του event manager, θα μου πουν ότι ο ενθουσιασμός μου τους κέρδισε. Λένε ότι αν αρχίσεις να γελάς ψεύτικα, δυνατά, μετά θα σου προκληθεί αληθινό γέλιο, το έχεις προκαλέσει: νομίζω κάπως έτσι πετυχαίνω να δείχνω εξαιρετικό ενθουσιασμό όταν πρέπει. Fake it til you make it. Σε άλλο κόντεξτ, θα είναι ακριβώς αυτή η λογική που θα επικρατεί σε όλους τους υπαλλήλους και τις στάρταπ που πληρώνουν το incubation σε μας.
Σίγουρα το δίχρονο που θα περάσω στην εταιρία είναι το πιο συναρπαστικό διάστημα που έχω δουλέψει σε εταιρία, και more often than not, θα ανυπομονώ να πάω στο γραφείο. Αυτό όμως που κλωτσάει από την αρχή, και απλά έχω παρωπίδες, ή με βολεύει, essentially, είναι το πόσο μπακαλίστικα είναι όλα: όταν πρέπει να αποφασιστεί με κριτές ποιες στάρταπ θα περάσουν τις πόρτες μας, για να τις συνοδεύσουμε/συμβουλεύσουμε/challenge πριν το προϊόν τους βγει στην αγορά, έρχεται το αφεντικό μου και φωνάζει στον όροφο, θέλει κανείς να γίνει κριτής; Και καμιά δεκαριά ίντερν τρέχουν, να κρίνουν το business model μιας νεόφυτης εταιρίας, όταν η μόνη τους επαφή με την αγορά είναι ο ένας μήνας που έχουν περάσει κοντά μας. Κάθε βδομάδα συναντώ 4 στάρταπ και τις κάνω challenge το προϊόν τους. Τους λέω αν είναι αρκετά ελκυστική η προσφορά τους, ή αν πρέπει να κάνουν pivot, δηλαδή να αλλάξουν πορεία, ή πως να μετρήσουν τα ΚΡΙ τους. Με μηδέν εμπειρία. Μηδέν. Δεν έχω πάει σε business school: δεν ξέρω καν να δουλεύω το excel. Τι στο διάολο κάνω να συμβουλεύω κάποιον που έχει βάλει όλες τις οικονομίες του στην εταιρία του και γυρνάει σε μένα για καθοδήγηση; Κανείς δε με ακούει, τις αμφιβολίες μου, τις ανεπάρκειές μου. Νομίζουν ότι πρόκειται για ηττοπάθεια. Σιγά σιγά θα μάθω κι εγώ να κάνω όπως οι τριγύρω μου. Να πετάω τσιτάτα: Sell before you make, για όλους αυτούς που πουλάνε αέρα και φροντίζουν να φτιάξουν το προϊόν αφού έχουν τους πρώτους πελάτες. Start before you’re ready: ίδια λογική, που φυσικά οδηγεί νομοτελειακά σε ημιτελή προϊόντα και πελάτες που νιώθουν ότι τους εκμεταλλεύτηκαν. Στους τοίχους που μας περιβάλλουν είναι γραμμένες τέτοιες φράσεις, με στόχο να μας εμπνεύσουν, εμάς τους visionaries του καινούριου κόσμου.
Εντωμεταξύ, στο πιο ανθρώπινο επίπεδο, το αφεντικό μου, που είναι μόλις 29 ετών, και αυτοαποκαλείται serial enterpreneur, όχι για πλάκα, στα σοβαρά, φροντίζει να αγοράζει μπύρες στις ίντερν, και πετάει σχόλια τύπου, μπορεί να μην πληρώνουμε καλά, αλλά ξέρεις πολλά αφεντικά που κερνάνε μπύρες στους υπαλλήλους τους κάθε βράδυ; Ή στο πίσω κάθισμα ενός uber, ένα βράδυ που έχουμε βγει παρέα από τη δουλειά, κάποιος ρωτάει, πείτε, με ποιον θα θέλατε να κάνετε σεξ από τους συναδέλφους σας; Το αφεντικό μου απαντάει πρώτο. Επιμένουν να τους πω κι εγώ. Κριντζάρω. Κάποιο (παντρεμένος με τρία παιδιά) διευθυντικό στέλεχος, μετά από ένα διήμερο team building, που έχω οργανώσει από το μηδέν, και αφού έχω αγγίξει τα όρια της εξάντλησης, επιμένει να καθίσει δίπλα μου στο λεωφορείο της επιστροφής, η επιβλητική του μάζα και οι ισχυροί του μηροί κολλητά στους δικούς μου, και με ρωτάει αν θα ήθελα να πάμε να περπατήσουμε μαζί, οι δυο μας, στην εξοχή, και αν ο άντρας μου θα είχε πρόβλημα μ’αυτό. Θα περάσω τις επόμενες εβδομάδες να τον αποφεύγω, τα μηνύματα του στο φέισμπουκ, και τα υποχρεωτικά φιλιά στο μάγουλο εν είδει καλημέρας, που επιχειρεί να μου δώσει σκύβοντας από πάνω μου όσο δουλεύω. Ταυτόχρονα, γιατί ου γαρ έρχεται μόνον, θα παλεύω με το δικό μου, σταθερό, αλλά ευτυχώς παροδικό δαίμονα, την μανιοκατάθλιψη, που έρχεται σαν γύπας που μυρίζει φρέσκο πτώμα. Η εταιρία, στην αρχή, δεν με προσλαμβάνει κανονικά, αλλά μου κάνει ένα συμβόλαιο φρηλάνς, για να “με δοκιμάσει. Μην ανησυχείς, έτσι κάνουμε με όλους”. Δεν χρειάζεται να συμπληρώσω ότι αυτό είναι παράνομο, γιατί έτσι κι αλλιώς περνάς από περίοδο δοκιμασίας, που μπορεί να επεκταθεί μέχρι και 8 μήνες. Φυσικά, στην περίπτωση πρόσληψης, τα έξοδα για την εταιρία είναι αυξημένα, όχι γιατί θα σου πληρώσει αποζημίωση αν δε σε κρατήσει, αλλά γιατί κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας σου, θα πρέπει να πληρώνει κρατήσεις στο κράτος, ασφάλιση, και λοιπά. Δεν έχω επιλογή, συμφωνώ στο φρηλάνς, και κάθε μήνα στέλνω αποδείξεις. Μερικές φορές δεν πληρωνόμαστε μέχρι τις 10 του μήνα, γιατί η λογίστρια το ξέχασε. Όταν πηγαίνω στο γιατρό, πληρώνω από την τσέπη μου, και φυσικά δε μαζεύω ούτε ένσημα, ούτε έχω δικαίωμα σε αποζημίωση μετά. Κυρίως όμως, στη δική μου περίπτωση, όταν παθαίνω μια ισχυρή κρίση μανίας, που θα μπορούσε να με παραλύσει, δεν δικαιούμαι αναρρωτική άδεια, και φοβάμαι να ζητήσω άνευ αποδοχών, γιατί αν τους πω ότι, για παράδειγμα έπαθα burnout, το πιθανότερο είναι ότι θα με διώξουν. Burnout στους τρεις μήνες; Μάλλον δεν κάνεις για τη δουλειά, κορίτσι μου. Έτσι, υποκρίνομαι μια γρίπη, και παίρνω δύο μέρες άδειας, ενώ ο ψυχίατρος μου συνιστά τρεις εβδομάδες. Oh well. Δεν πέθανα, so that’s something, right?
Δε λέω σε κανέναν ότι είμαι μανιοκαταθλιπτική, γιατί δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι το ταμπού έχει ξεπεραστεί. Τελοσπάντων, κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα, κάποια στιγμή τα πράγματα έρχονται σε μια ισορροπία, και προσλαμβάνομαι κανονικά. Μαθαίνω ότι μια συνάδελφός μου, ετών 22, με ένα χρόνο εργασιακής εμπειρίας, ετοιμάζεται να πάρει 6K€ ευρώ παραπάνω από μένα ετησίως. Όταν αναφέρω το ζήτημα στο αφεντικό μου, μου λέει ότι εκείνη είναι παραπάνω καιρό από μένα στην εταιρία. Αυτό που παραλείπεται να ειπωθεί, είναι ότι εγώ έχω λίγο λιγότερο από εκείνη στην εταιρία, αλλά και πάνω από δέκα χρόνια εργασίας, σε άλλες εταιρίες. Νιώθω πως δεν έχω επιλογές, κυρίως γιατί παρά τις όποιες ενστάσεις, αγαπάω τη δουλειά μου, τη νοοτροπία αυτού του νέου τρόπου εργασίας, τα events, τους συναδέλφους μου, την ανακούφιση όταν ολοκληρώνεται κάποια βραδιά και όλοι μας συγχαίρουν για την επιτυχία της. Καμιά φορά, σκέφτομαι ότι έχω πουλήσει κάτι στο διάβολο. Ίσως όχι την ψυχή μου, ας μη γινόμαστε αναίτια δραματικοί, αλλά κάτι άλλο, όχι ανούσιο.
Μερικούς μήνες μετά, στήνουμε μια ομάδα εργασίας, γύρω από το diversity και κυρίως για τις ανισότητες ανδρών και γυναικών. Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχουν τέτοιες ομάδες εργασίας είναι καινοτόμο, ασχέτως των αποτελεσμάτων, σκέφτομαι. Μαθαίνω, φυσικά, ότι οι άνδρες πληρώνονται παραπάνω και έχουν ανώτερες θέσεις. Κάνουμε μια έρευνα με συνεντεύξεις με συμμετοχή από παραπάνω από το 50% της εταιρίας γύρω από τα ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης και ισότητας και βγαίνει πως εκείνο το διευθυντικό στέλεχος που με είχε προσεγγίσει κάποιους μήνες πριν, είχε γλυστρίσει το χέρι του σε κάποιο γυναικείο μπούτι καναδυό φορές. Του γίνεται μια σύσταση να συμμορφωθεί. Μου ζητούν να του μιλήσω αν θέλω, να του εξηγήσω. Τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να υποστηρίξει ότι το προκάλεσα. Το άλλο πρόσωπο που βρίσκεται στο κέντρο της έρευνας είναι, χωρίς έκπληξη, το αφεντικό μου. Αναφέρουν πολλές νέες γυναίκες (οι μισοί εργαζόμενοι στην εταιρία είναι ίντερν και συνήθως πρόκειται για την πρώτη τους δουλειά) ότι το αφεντικό μου σχολιάζει άλλες μπροστά τους, λέει, είναι μουνάρα η τάδε, δε θα την έδιωχνα από το κρεβάτι μου, έκανα μαλακία χτες με μία γκόμενα από τις στάρταπ. Ένα βράδυ, σε μια από τις βραδιές μας, μια κοπέλα κατηγορεί κάποιον ότι την βίασε, και μετά το παίρνει πίσω. Αποφασίζεται, ως κανόνας, να τελειώνουν οι βραδιές στις 10, και με περιορισμένη κατανάλωση αλκοόλ. Σε ένα άλλο team building παρακολουθώ μια κοπέλα να προσπαθεί να αποφύγει τα φιλιά ενός τύπου. Τελικά φεύγουν μαζί σε κάποιο από τα δωμάτια, ενώ το αφεντικό μου προσπαθεί να μεθύσει τους ίντερν, πριν τους προτείνει να καπνίσουν μπάφους. Την πρώτη φορά που μιλάω στον CEO, είμαι μεθυσμένη. Επιμένει να του περιγράψω το strategic plan των events για την επόμενη χρονιά. Νιώθω όλο και πιο έντονα ότι παριστάνω κάποια που ξέρει τι κάνει. Αλλά στην πραγματικότητα κανείς μας δεν ξέρει.
Το αφεντικό μου “απολύεται”. Δηλαδή όχι ακριβώς, γιατί δεν ήταν πραγματικά υπάλληλος, αλλά του αφαιρούν αρμοδιότητες, για λόγους ηθικής. Όταν μου το λέει, κλαίει και λέει ότι αυτή η χρονιά ήταν δύσκολη. Και για μένα το ίδιο. Η αύξηση που ο CEO μου υπόσχεται καθυστερεί και κυκλοφορεί ένα leak των μισθών στην εταιρία. Όντως είναι αστεία τα χρήματα που με πληρώνουν σε σχέση με τους 25χρονους μάνατζερ. Και μετά έρχεται ο κορονοϊός.
Τέρμα τα event: δεν έχω λόγο ύπαρξης. Αναλαμβάνω τα social media της εταιρίας, αρμοδιότητα που αποτελείται από ανάρτηση άρθρων SEO για την καινοτομία, innovation, η αγαπημένη μας λέξη, το μάντρα με το οποίο κοιμόμαστε και ξυπνάμε. Μετά από έξι μήνες, ανοίγει μια θέση για έναν ίντερν, community manager, ένας τροποποιημένος τίτλος από το δικό μου, με μισθό 500 ευρώ. Όταν με απολύουν, προφασιζόμενοι περικοπές, δεν μπορώ να πάω στην επιθεώρηση εργασίας, εφόσον αυτός που με αντικαθιστά δεν έχει ακριβώς τον ίδιο ρόλο. Και ούτε θέλω. Θέλω να κρατήσω τα θετικά. Είναι μια συνειδητή επιλογή αυτή. Η τελευταία κουβέντα που έχω με τον CEO κλείνει όταν μου λέει, αν θέλεις συστατική επιστολή, είμαι εδώ για σένα. Να μου τηλεφωνήσεις, να μου στείλεις μήνυμα, ό,τι χρειαστεί. Αν δεν απαντήσω δε θα έχει να κάνει με σένα. Συνέχισε να με καλείς. Κάποια στιγμή θα απαντήσω, στο υπόσχομαι. Μην τα παρατήσεις.
What kept me company this week and you might enjoy as well
Γιατί έγραψα το παραπάνω κομμάτι, και πόσο συμφωνώ με την Anna Wiener, και το Uncanny Valley, ένα θαυμάσιο βιβλίο για τις εμπειρίες της στη Silicon Valley. Tο παρακάτω απόσπασμα για το ότι η αποδοτικότητα δεν είναι αυτοσκοπός 🙌
Unfortunately for me, I liked my inefficient life. I liked listening to the radio and cooking with excessive utensils; slivering onions, detangling wet herbs. Long showers and stoned museum-wandering. I liked riding public transportation: watching strangers talk to their children; watching strangers stare out the window at the sunset, and at photos of the sunset on their phones. I liked taking long walks to purchase onigiri in Japantown, or taking long walks with no destination at all. Folding the laundry. Copying keys. Filling out forms. Phone calls. I even liked the post office, the predicable discontent of bureaucracy. I liked full albums, flipping the record. Long novels with minimal plot; minimalist nobels with minimal plot. Engaging with strangers. Getting into it. Closing down the restaurant, having one last drink. I liked grocery shopping: perusing the produce; watching everyone chew in the bulk aisle.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο αλλά πιστεύω σε μας, δε θα λαλήσουμε, καλοκαίρι έρχεται. Μια λίστα για τις δύσκολες ώρες, με φρέσκο υλικό που μπορεί, μπορεί και όχι να χρειάζεται μια ψυχότροπη ουσία για να απολαυστεί ανεύθυνα
How they climb and climb and climb
Αυτός ο στίχος από ένα κομμάτι που θα βρείτε στη λίστα
Julien Baker - Relative Fiction
When I could spend the weekend out on a bender
Do I get callous or do I stay tender
Which of these is worse
And which is better?
A longread about raising children with disabilities and the obligation to happiness
You’ll hear parents of kids with disabilities negotiate this pressure to be happy all the time when they describe their children. “He has Down syndrome, and he’s nonverbal,” a father will say, “but he’s happy!” Or a mother will say, “She has cerebral palsy, and she doesn’t walk, but she’s brought us so much joy!” We can’t fault the parents. They add this caveat of happiness because they know it carries necessary currency.
But this can be exhausting. It turns happiness into a rhetorical strategy, and makes the faces of disabled people and their caregivers a walking argument that should never have to exist in the first place.
You know you are a romcom heroine if any of these is true
Love letter from McSweeneys
You decide to write a novel, and one year later, it’s in the front window of your local bookstore.
After being fired from your big-city job, you have no money and buy a small-town bakery.
You work in an office at the top of a very tall building in Manhattan and are secretly unfulfilled.
Your dog keeps wandering over to visit the attractive neighbor down the street.
This is where I leave you.
You know what to do.