Ερωτεύεσαι αδύνατα κορίτσια.
Ψηλά. Λιγνά. Κατά συνέπεια, απόμακρα.
Αποξενωμένα, ίσως.
Που χειρίζονται με απάνθρωπο τρόπο το σώμα τους.
Τους τριγύρω τους.
Ή και όχι. Αν δεν ξέρεις να αγαπάς τον εαυτό σου, πώς να φροντίσεις κάποιον άλλο;
Ξεκινάς ανάποδα, υποθέτω. Αλλά τι να κάνεις, να κλείσεις σα λουλούδι και να μην πονάς για τίποτα άλλο;
Θέλω να πω, αν ο εαυτός σου δε σου αρκεί, δε σ’αρέσει, δεν τον επαινείς, δεν τον αποδέχεσαι, είσαι καταδικασμένος να μην αγαπάς τίποτα άλλο;
Αποξενωμένα, ναι.
Σε μια γλυκιά λίμπο, μια ύπαρξη που δεν είναι ακριβώς τέτοια.
Τα σώματα είναι ισχνά αλλά λατρεμένα από λαίμαργα μάτια. Χωρίς να γνωρίζουν
Ήμασταν, δεν είμαστε πια. Αντίο
Δεν πίστευες ότι στους πλατωνικούς έρωτες, στις βαθιές φιλίες ή σ’αυτό που δεν ξέρει να αυτοπροσδιοριστεί, υπάρχει ημερομηνία λήξης, όμως όταν αυτή δίνεται, σου φαίνεται το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Το πλέον φυσικό.
Γιατί να ξεφεύγει αυτή η λεπτομέρεια;
Έτσι κι αλλιώς είχες αποφασίσει πριν χρόνια πολλά ότι δεν αγαπάς με μέτρο.
Φοβάσαι ότι ρουφάς την ύπαρξη αυτήν που δεν ξέρεις να βάλεις σε κάποιο καλά τακτοποιημένο κουτί.
Φροντισμένο από παλιά.
Και όμως όλα είναι τόσο καινούρια. Όταν συμβαίνουν.
Μετά γίνονται άχρονα
Σταματάει ο χρόνος. Πουφ
Κάποιες φορές κοιτάζεις τους τοίχους που έχουν μείνει άδειοι πλέον γιατί κατέβασες τις τόσες φωτογραφίες σας, τις τόσες αναμνήσεις σας.
Θέλατε πάντα να απαθανατίζετε αυτό που σας συνέβαινε.
Εκείνη έπαιρνε πάντα το ίδιο χαμόγελο.
Εσύ να την κοιτάζεις και να πιστεύεις ό,τι σου λέει και ότι δε σου λέει.
Όταν σε φίλησε ήσασταν μεθυσμένοι.
Είπε πως ήθελε καιρό να το κάνει. Εσύ δεν είπες τίποτα.
Πώς σου επιτρέπεται, έτσι απλά, να ονειρεύεσαι;
Την σκέφτεσαι συχνά.
Όχι, αν θες να το προσδιορίσεις θα έπρεπε να πεις ότι οι στιγμές που δεν βρίσκεται σε κάποια θέση του μυαλού σου -μπροστά, παράπλευρα, πίσω- είναι σχεδόν τόσο σπάνιες που είναι ανεπαίσθητες.
Κάποιος φίλος σου ζητάει να γράψεις ένα τραγούδι. Είναι η μοναδική σου ιδέα, μέχρι να βγει δεν χωράει άλλη στους διαδρόμους όπου αυτή περπάτησε, του μυαλού σου.
Εξαντλημένου.
Τι κλισέ, θεέ μου, η απόρριψη. Όχι, όχι, δεν ήταν τέτοια. Εντάξει, εντάξει.
Φτάνει.
Περνάει ο καιρός, χωρίς να το περιμένεις.
Και συμβαίνουν πάρα πολλά πράγματα και έχουν μια άλλη χροιά γιατί δεν τα διηγείσαι.
Δεν τα ζεις μαζί της. Θα ήταν αδύνατον έτσι κι αλλιώς.
Σκέφτεσαι πως έχουν μπει άνθρωποι στη ζωή σου για τους οποίους δεν της μίλησες ποτέ, δε θα της μιλήσεις ποτέ.
Πάντοτε σε τρόμαζε το ποτέ ξανά, αλλά σε καθησυχάζει κιόλας.
Ότι σκέφτεσαι πως ποτέ ξανά δε θα πονέσεις για κείνη όσο πόνεσες.
Μα τι πράγματα σκαρφίζεται κανείς για να αντέχει.
Ας είναι.