Πριν από μερικά χρόνια, σε ένα ξεσκαρτάρισμα μυθοπλαστικών κειμένων, έπεσα πάνω σε μια ιστορία μου που διαδραματίζεται στο Βερολίνο. Η εικοσάχρονη ηρωίδα της ιστορίας, ξυπνάει από τον ήχο του τηλεφώνου που χτυπάει πλάι της, για να το σηκώσει ο άντρας με τον οποίο κοιμάται. Είναι επτά το πρωί και η γυναίκα του τον παίρνει, για να του πει καλημέρα· καλημέρα; Ψέματα. Η γυναίκα του τον παίρνει στις επτά το πρωί για να του γκρινιάξει, που λείπει στο Βερολίνο, ενώ εκείνη έχει αναλάβει τα μητρικά της καθήκοντα. Είναι μια από τις πολλές στιγμές που η ηρωίδα θα είναι παρούσα στην δυσλειτουργική σχέση του εραστή της με τη νόμιμη σύντροφό του.
Ξαναδιάβασα αυτήν την ιστορία, που είναι γραμμένη από τη σκοπιά αυτού του ώριμου παραπάνω από τα χρόνια του εικοσάχρονου κοριτσιού, που παλεύει ταυτόχρονα με το φάντασμα ενός πατέρα που αργοπεθαίνει από καρκίνο, και φτύνει δηλητήριο· η σχέση της με τον μεγαλύτερο, παντρεμένο, άντρα, δεν είναι παρά άλλος ένας τρόπος να μαυρίζει την καθημερινότητά της· δεν της αξίζει κάτι καλύτερο, εικάζει. Βρίσκει, μέσα από τις παραξενιές του εραστή της· τον τρόπο που τα λεπτά του δάκτυλα γυρίζουν τη βέρα του, την παρακολούθηση ειδήσεων από το BBC κάθε πρωί, ή, ακόμη, την υπέρμετρη χαρά του ότι το μπαρ του ξενοδοχείου, στον όροφο που βρίσκονται, σερβίρει ουίσκι από τις 11 το πρωί, έναν τρόπο να τιμωρεί τον εαυτό της.
Το Βερολίνο είναι ένα κείμενο που επισκέπτομαι συχνά, από το 2008 που το πρωτοέγραψα. Είναι από τα ελάχιστά παλιά γραπτά μου που αποδέχομαι μέχρι σήμερα, ίσως γιατί έχει μια ωμότητα και μια υποψία γενναιότητας που τη σέβομαι, όσο κι αν δε σέβομαι ακριβώς το άτομο που ήμουν στα 24. Αλλά κυρίως, πρέπει να ομολογήσω, αν κάτι με τραβάει ακόμη σ’αυτό το κείμενο, είναι ότι είναι μια αρκετά πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας που μπορεί να ζει ένα νέο κορίτσι που μπλέκει με κάποιον μεγαλύτερο της άντρα, που έχει άλλες υποχρεώσεις και η συνύπαρξη αυτών των δύο χαρακτήρων κάθε άλλο παρά ομαλή δεν είναι.
Κατά καιρούς, έχω την επιθυμία να εκδώσω τις ιστορίες μου (και ποιος φυλακισμένος δεν έχει ονειρευτεί την ελευθερία;). Έχω γράψει κι άλλες ιστορίες, στο νιουζλέτερ και αλλού, που, αναγκαστικά, όπως συμβαίνει με νέους κειμενογράφους, αντλούν στοιχεία από την αληθινή ζωή. Ένα ξενύχτι κάποια Χριστούγεννα και το Αλεξανδρινό που μου έφερε δώρο εκείνος ενώ ανάρρωνα από το χανγκόβερ ενός μεθυσιού που ξεχνούσα ποιον συμπεριλάμβανε. Ένας ξυνισμένος καπουτσίνο φρέντο στην Αλεξάνδρας ενώ η μαγική του πλάτη κι εγώ θα συναντιόμασταν για τελευταία φορά. Μια φίλη που ζυγίζει λιγότερο από 50 κιλά και έχω βαλθεί να ταΐσω σεβίτσε μπας και αποτρέψω την βεβαιότητα ότι το στυλπνό της σώμα θα γλυστρίσει από τα χέρια μου και θα τη χάσω για πάντα. Ο πατέρας μιας άλλης φίλης που παλεύει με το Αλτσχάιμερ και οι λογαριασμοί που καλείται να κλείσει πριν χάσει τελείως την επαφή μ’αυτό που ήταν κάποτε.
Πού ξεκινάει η μυθοπλασία και πού τελειώνει η αυτοβιογραφία; Είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Υπάρχει, βέβαια, ένα κομμάτι αυταρέσκειας που έρχεται και κολλάει σ’αυτές τις σκέψεις. Άραγε, πόση σημασία μπορεί να έχει μια ιστορία που γράφτηκε τόσα χρόνια πριν; Μήπως ο εγωισμός μου έχει πάρει υπέρμετρες διαστάσεις πιστεύοντας ότι έχω τη δυνατότητα να καταστρέψω και να ξαναφτιάξω τον κόσμο, στα μέτρα μου;
Πριν από μερικές μέρες, διάβασα ένα κείμενο σχετικά με την viral ιστορία του New Yorker, Cat Person. Για όποιον δε θυμάται το Cat Person, αυτό που πρέπει καταρχάς να ξέρει είναι ότι δεν υπάρχει άλλο διήγημα του ιστορικού περιοδικού που να μοιράστηκε πιο μαζικά μέσα σε δυο μέρες, και να προκάλεσε τέτοιο σάλο αντιδράσεων· και, φυσικά, που να εξασφάλισε στην συγγραφέα του Κρίστεν Ρουπένιαν ένα εξαψήφιο συμβόλαιο με μεγάλο εκδοτικό οίκο. Το Cat Person περιγράφει την - μυθοπλαστική - ιστορία της Μαργκό, μιας δεκαοχτάχρονης φοιτήτριας, που δουλεύει σ’ένα μούλτιπλεξ κινηματογράφο, και του Ρόμπερτ, ενός άντρα με σημάδια καράφλας και πλαδαρούς κοιλιακούς που πλησιάζει τα 35. Το ειδύλλιο θα ξεδιπλωθεί μέσα από δεκάδες γραπτές συζητήσεις, κατά τα οποία, η Μαργκό, που δεν έχει γοητεύσει ποτέ πριν έναν ενήλικο άντρα, θα ψάχνει έξυπνα πράγματα να πει ώστε να τον εντυπωσιάσει. Όταν θα ξανασυναντηθούν, και θα κάνουν σεξ, η μοναδική τους ερωτική συνεύρεση θα είναι αμήχανη και άβολη. Ο Ρόμπερτ θα ρωτήσει τη Μαργκό αν είναι η πρώτη της φορά, κάτι που εκείνη θα βρει αστείο (σιγά μην περίμενε εκείνον για την πρώτη της ερωτική εμπειρία) κι καθόλη τη διάρκεια της επαφής θα φαντάζεται έναν μελλοντικό εραστή με τον οποίο θα ανακαλεί αυτές τις στιγμές και θα γελάνε παρέα. Αφού η Μαργκό θα αποχωρήσει, ο Ρόμπερτ θα προσπαθήσει να την ξαναδεί - και αφού η Μαργκό θα πάψει να απαντάει στα μηνύματα του, θα την προσβάλλει· πουτάνα, θα την αποκαλέσει.
Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν για το Cat Person (ο τίτλος προκύπτει από τη διαπίστωση ότι ο Ρόμπερτ δεν έχει καμία γάτα, παρά τα λεγόμενά του στα μηνύματα που ανταλλάσσει με τη Μαργκό) αν και δεν ξέρω κανένα σύγχρονο λογοτεχνικό πόνημα που να αξίζει τόσο κοινωνικό διάλογο, αλλά έστω. Οι γυναίκες ένιωσαν ότι ακούστηκαν ενώ οι άντρες δήλωσαν πληγωμένοι· αν κάποιος άντρας είχε σχολιάσει έτσι το σώμα μιας μεσήλικης γυναίκας όπως η Μαργκό του Ρόμπερτ, θα είχαν πέσει να τον φάνε· ενώ επειδή η Μαργκό είναι γυναίκα, κάτι τέτοιο περνάει.
Είχα την τύχη να πάρω συνέντευξη από την Κρίστεν Ρουπένιαν το 2019, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο με τα διηγήματά της, You know you want this, μια συλλογή απόκοσμη, πληθωρική σε ύφος και άκρως εθιστική. Η Ρουπένιαν ήταν εξαιρετικά διεισδυτική στις περιγραφές των δύο φύλων· ήταν σύγχρονη και χωρίς πολλές φιοριτούρες. Βρήκαμε κοινές αναφορές και πέρασα μια απολαυστική ώρα μιλώντας της. (Εδώ η συνέντευξη στη Vogue Greece)
Πριν από μερικές μέρες, μια νεαρή κειμενογράφος, δημοσίευσε στο Slate ένα κείμενο που περιγράφει πώς το Cat Person αντλεί υλικό από τη ζωή της, και από την real life σχέση της (δηλαδή της αληθινής Μαργκό) με τον αληθινό Ρόμπερτ. Για χρόνια, η Αλέξις Nογουίκι, όπως λέγεται η συγγραφέας του Slate, προσπαθούσε να καταλάβει πώς γίνεται η Ρουπένιαν να είχε ιχνηλατήσει τόσο μεθοδικά της σχέση της με τον πρώην της, ενώ δεν είχαν καμία επαφή. Όταν ο πρώην της πέθανε ξαφνικά, κάποιος κοινός τους φίλος επιτέλους της είπε την αλήθεια. Ναι, η Ρουπένιαν και ο αληθινός Ρόμπερτ είχαν μια σύντομη περιπέτεια, έτσι έμαθε για τη σχέση της αληθινής Μαργκό με τον αληθινό Ρόμπερτ. Η συγγραφέας του Slate τελικά έγραψε στην Ρουπένιαν ζητώντας της, λίγο πολύ, τα ρέστα. Η Ρουπένιαν μάλλον ένιωσε πως της χρωστούσε κάτι· και μάλλον ισχύει, τουλάχιστον στις λεπτομέρειες· γιατί δεν είχε φροντίσει να αλλάξει κάποια στοιχεία · πώς λεγόταν το μούλτιπλεξ που δούλευε η Μαργκό· σε ποιο πανεπιστήμιο ήταν γραμμένη· πού είχε τατουάζ ο Ρόμπερτ.
Ήμουν κι εγώ κάπως ανατριχιασμένη από αυτήν την εξέλιξη, αν και, για να είμαι ειλικρινής, αυτό που βρήκα τρομακτικό ήταν πώς η ζωή ξεπερνάει την τέχνη· αυτά τα δύο πρόσωπα, στην πραγματική ζωή είχαν μια πολύπλοκη και βαθιά σχέση και όχι μόνο μια ερωτική συνεύρεση, η διαφορά ηλικίας τους είχε πραγματικές συνέπειες, και κυρίως· κυρίως με τάραξε ο τραγικός θάνατος του αληθινού Ρόμπερτ.
Είναι ένα ωραίο, μεστό κείμενο, που περιγράφει πράγματα που έχω ζήσει· που πολλές νέες γυναίκες έχουν ζήσει, αν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν συνάψει σχέσεις με μεγαλύτερους συντρόφους. Αν μη τι άλλο, έρχεται να συμπληρώσει τα κενά και τη μικρότητα του Cat Person· μας επιτρέπει να δούμε τους χαρακτήρες ως ολόκληρα όντα και όχι συμπτυγμένους ήρωες. Θα ήταν πολύ απλό να θεωρήσουμε ότι η Ρουπένιαν εκμεταλλεύτηκε τους ήρωες ή ότι τους χρωστούσε κάτι. Λόγω του θανάτου του πραγματικού Ρόμπερτ, δεν ξέρουμε και τι ακριβώς είχε ειπωθεί μεταξύ των δυο τους. Αλλά πού είναι το χρέος; Σε ποιον ανήκουν οι ιστορίες; Σε ποιον, τελικά, αξίζει η ζωή μας;
Δεν είμαι έτοιμη να απαντήσω σ’αυτήν την ερώτηση, αλλά όσο περνάνε οι μέρες και ξανασκέφτομαι την εξέλιξη του Cat Person και τους, τουλάχιστον, τρεις ανθρώπους που συνέβαλλαν στη σύλληψη της, δεν μπορώ παρά να καταλήξω πως η λογοτεχνία λειτουργεί, σ’ένα βαθμό, σ’ένα κενό αέρος. Κάποιες φορές πληγώνει τους γύρω μας, κάποιες άλλες, παίρνει διαστάσεις που δεν το περιμέναμε, και χρειάζεται να απολογηθούμε ή να εξηγήσουμε γιατί αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το ένα ή το άλλο περιστατικό. Δεν ήξερε η Ρουπένιαν, όταν έστειλε την ιστορία της στο New Yorker ότι θα γίνει δεκτή. Ίσως, αν το ήξερε, μπορεί να είχε αλλάξει όλες αυτές τις λεπτομέρειες που την έκαναν να απογειωθεί με αυτόν τον τρόπο. Ίσως να μην κάναμε καμία τέτοια κουβέντα και να είχαμε χάσει ένα όμορφο και αρκετά μοναδικό κομμάτι μυθοπλασίας.
Βέβαια, τώρα, και μόνο για προληπτικούς λόγους, δεν πρόκειται να δημοσιεύσω το Βερολίνο. Άστο καλύτερα να σκονίζεται εκεί μαζί με ό,τι υπόλειμμα παραμένει στο πίσω μέρος του μυαλού μου από το 2008.
Αν έφτασες εδώ κατά λάθος, αυτό είναι το newsletter μου, Don’t tell me how it ends. Aν θες να διαβάζεις κάθε Κυριακή πρωί ένα προσωπικό essay με πολλά ερωτηματικά και ελάχιστες απαντήσεις, I’m your girl. Welcome to my messy world. 👇