Όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου με έβαζε να κάθομαι 45 λεπτά πριν απ’όλους στο κυριακάτικο τραπέζι, για να υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να τελειώσω το φαγητό μου μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και τους καλεσμένους, και όχι 45 λεπτά αφού το τραπέζι θα είχε καθαριστεί, τα πιάτα θα είχαν μπει στο πλυντήριο, και ο πατέρας μου θα έπαιρνε τον μεσημεριανό του υπνάκο. Αυτή η τακτική δεν έπιασε τόπο. Ήμουν ξεροκέφαλη, αιθεροβάμων και δεν έπαιρνα ούτε από παραινέσεις, ούτε από καλοπιάσματα, και σίγουρα ούτε από απειλές. Το επιχείρημα δεν έχει τηλεόραση απόψε δεν δούλευε στο Δημητρακοπουλέικο· η τηλεόραση παρέμενε πεισματικά σβηστή στα παιδικά μου χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις, για παράδειγμα, φάε το μπρόκολο και θα δικαιούσαι παγωτό μετά, δεν μου κέντριζαν την περιέργεια· δεν ήταν ότι δεν ήθελα να τρώω υγιεινά, ήταν ότι δεν ήθελα να τρώω τελεία.
Στο ίδιο σπιτικό μεγάλωσε και η μεγαλύτερη μου αδελφή, η Λιάνα. Η Λιάνα ήταν λιχούδα και, χωρίς να σχετίζεται το ένα με το άλλο, ήθελε να ικανοποιεί τους γύρω της και κυρίως τον πατέρα μου. Ίσως φταίει ότι ήταν το πρώτο παιδί, ίσως απλά ήταν wired that way. Τελοσπάντων, η ανάγκη της αυτή ερχόταν σε αντιδιαστολή με την αδυναμία της στο φαγητό. Μεγαλώνοντας, έβλεπα την αδελφή μου- την εντελώς κανονική στα κιλά αδελφή μου- να διαπραγματεύεται σοκολατάκια έναντι σιωπής στο αυτοκίνητο, και ονειρευόμουν ότι όταν μεγαλώσω θα έχω δικό μου περίπτερο για να τρώω όσες τσίχλες θέλω και να τις μοιράζομαι με την αδελφή μου· ναι, δεν ήμουν λιχούδα, αλλά ήμουν, κατά τα λοιπά ένα φυσιολογικό παιδί. Η Λιάνα δεν ήθελε να τους εκνευρίζει ή να τους πηγαίνει κόντρα, κάτι που εμένα μου έβγαινε εντελώς φυσικά. Η Λιάνα ήθελε να τους ικανοποιεί.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αδελφή μου κι εγώ μεγαλώσαμε σε δύο διαφορετικά σπίτια. Στο δικό της, άκουγε ατάκες “αν δεν χορταίνεις, σταμάτα”, στο δικό μου, άκουγα, “άλλη μια μπουκιά για τη μαμά”. Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, καμία από τις δύο αδελφές δεν αποκτήσαμε σοβαρά προβλήματα διατροφής στη συνέχεια. Η αδελφή μου, αφού πάλεψε με τα εφηβικά της ψωμάκια για μερικά χρόνια, έγινε συλφίδα. Επισκέψεις σε θείες που είχαν περάσει κατοχή συνοδεύονταν από παραινέσεις να φάει παραπάνω· πώς αλλιώς θα έβρισκε γαμπρό; Κανείς δεν θέλει τις κοκαλιάρες. Ο άντρας θέλει να ‘χει ψαχνό να πιάνει. Δεν ξέρω ποιος το είπε αυτό. Το είπε πάντως. Δεν θα υπονοήσω ότι ξέρω τη σχέση της αδελφής μου με το φαγητό. Μου είχε περάσει κι εμένα από το μυαλό ότι παραείναι αδύνατη, αλλά βλέποντας την λαχτάρα της για μια επική μπολονέζ, και την χωρίς ενοχές ικανοποίησή της έπειτα, δεν ανησυχούσα, όχι σοβαρά πάντως. Ένα κομμάτι της ενηλικίωσης είναι να αποδεχόμαστε ότι οι δικοί μας άνθρωποι είναι όσο ενήλικοι είμαστε κι εμείς και όχι, εμείς δεν ξέρουμε καλύτερα από κείνους.
Η δική μου σχέση με το σώμα μου δεν είναι γραμμική· φυσικά, ποιας γυναίκας είναι; Απλά στη δική μου περίπτωση, είναι κάπως περίπλοκη, όπως, βέβαια, είναι και πολλών άλλων ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες. Μέχρι τα 11 ή τα 12 μου χρόνια, το μόνο που θυμάμαι, το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω ως ανάμνηση είναι μια χαλαρή αίσθηση ευκολίας· ευκολίας στα μαθήματα, στα σπορ, στους φίλους, στα αγόρια. Ήμουν πρόεδρος της τάξης. Έσκιζα ρεκόρ στο τρέξιμο. Οι συμμαθητές μου με φοβόντουσαν στην κολύμβηση. Τα αγόρια ήθελαν να παίζουμε μαζί ποδόσφαιρο. Ήταν μια εποχή γλυκιάς λίμπο, που δε με προετοίμασε καθόλου για τον αγώνα δρόμου της συνέχειας.
Όταν έκλεισα τα 11, χώρισαν οι γονείς μου. Χώρισαν με έναν πολύ άσχημο τρόπο, που περιελάμβανε, σε τυχαία σειρά, την πώληση του πατρικού μου σπιτιού, την πικρή συνειδητοποίηση ότι ο πατέρας μου είχε επιλέξει μια καινούρια γυναίκα στη ζωή του, που είχε το ίδιο όνομα με τη μητέρα μου (πού καιρός να μαθαίνεις καινούριες λέξεις), απειλές δικαστηρίων όπου η μητέρα μου απέφυγε για να μη βρεθώ στο βήμα να καταθέσω, φρικτές διακοπές κατά τις οποίες ήθελα το σπίτι μου τόσο πολύ, που κατάφερα να τρακάρει το πλοίο Πήγασος στη βραχονησίδα Πάτροκλος και να γυρίσουμε πίσω. Μικρές συμφορές. Τίποτα πραγματικά δραματικό, που δεν ξεπερνιέται με καμιά δεκαριά χρόνια ψυχοθεραπεία.
Θα ήταν πολύ απλό να υποστηρίξω ότι οι ανατροπές της οικογενειακής μου ζωής ανακάτωσαν τη σχέση που είχα με το φαγητό· στην πραγματικότητα, οι ανακατατάξεις διατάραξαν ό,τι είχαν και δεν είχα. Αν ειδικά βάλεις μέσα και κάποιες ορμονικές και γενετικές ανωμαλίες, το μυαλό και το σώμα μου στη εφηβεία ήταν μια εκκολαπτώμενη βόμβα. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να διαγνωσθώ με διπολική διαταραχή, και να καταλάβω ότι τα ηλεκτρόδια στο μυαλό μου και οι ορμόνες στο σώμα μου είχαν δύναμη· τόση δύναμη ώστε ανά διαστήματα να είναι η μόνη δύναμη.
Στις φάσεις της υπομανίας και της μανίας, δηλαδή τις φοβερά εξωστρεφείς περιόδους, που γκρεμίζεις και ξανασχεδιάζεις τον κόσμο, που κάνεις έρωτα και γνωρίζεις φίλους κάθε λεπτό, που τους μαγεύεις όλους· μέχρι να τους κουράσεις με την ακατάπαυστη πολυλογία σου και τον παραληρηματικό σου λόγο, δεν έχεις ανάγκη την τροφή. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σε καθυστερήσει· έχεις άλλα σχέδια. Αν υπήρχε ένας τρόπος να χορταίνεις χωρίς να χάνεις χρόνο, θα το αγόραζες. Οι τριγύρω σου, πριν αρχίσουν να ανησυχούν - κάτι που δε θα συμβεί πάντα και δε θα συμβεί με όλους - σε καμαρώνουν. Φωτεινή, χαμογελαστή, δυναμική και αδύνατη. Μια λιγνή κοπέλα δεν προκαλεί ανησυχία. Αυτό θα σου πει, βέβαια, κάθε αδύνατη κοπέλα με διατροφική διαταραχή, που προσπαθεί να γιατρευτεί: ότι μια κοινωνία που επαινεί τους αδύνατους, είναι δύσκολο να αποδεχτεί ότι αυτό που έχει μάθει να βλέπει ως όμορφο είναι κάτι που προέρχεται από ένα μέρος που πονάει.
Η επόμενη φάση, που σχεδόν νομοτελειακά θα ακολουθήσει, η κατάθλιψη, μπορεί να χαρακτηριστεί από την βραδύτητά της. Αν κάθε στιγμή μετρούσε στην μανία, και δεν μπορούσες να σταθείς λεπτό γιατί είχες σχέδια, ανθρώπους, καταστάσεις να ακολουθήσεις, στην κατάθλιψη τα δευτερόλεπτα περνάνε βασανιστικά κι αφόρητα αργά. Το μυαλό σου, εκείνο το ίδιο μυαλό που πηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο, και είχε τόση σεροτονίνη που την ένιωθες να κυλάει στις φλέβες σου, είναι βραδύ και καμπουριασμένο και θλιμμένο και τίποτα δεν μπορεί να το κάνει καλά. Τις πρώτες μέρες, δεν καταλαβαίνεις καμία λειτουργία της μέρας. Μετά βίας ανοίγεις το ψυγείο. Το τάπερ με το φαγητό που σου έχει αφήσει η μητέρα σου σε κάνει να βάλεις τα κλάματα, για πολλοστή φορά μέσα στη μέρα. Το σημάδι ότι πρέπει να φας δεν φτάνει μέχρι τον εγκέφαλό σου. Μετά από ένα διάστημα, αφού έχεις τιμωρήσει, άθελά σου, τον εαυτό σου, νιώθεις λίγο, ελάχιστα, καλύτερα, και αποφασίζεις ότι το φαγητό είναι μια λύση. Ίσως δεν είναι Η ΛΥΣΗ, δηλαδή δεν πρόκειται να σου λύσει μαγικά τις συνάψεις τους εγκεφάλου σου, αλλά είναι good enough. Εξάλλου έχεις χάσει τόσα κιλά στην προηγούμενη φάση, τόσοι σου είπαν, βρε κορίτσι μου, φάε κάτι, που αποφασίζεις να τους ακούσεις. Και κατασπαράζεις ό,τι υπάρχει, ενώ το στομάχι σου, που είναι ένας μυς, μεγαλώνει, διαστέλλεται, η ικανοποίηση είναι πιο παροδική κι από φτέρνισμα και συνήθως αισθάνεσαι φουσκωμένη και αηδιάζεις αλλά ζητάς κι άλλο κι άλλο. Σε λίγες εβδομάδες έχεις καταφέρει να ανέβεις 10 κιλά από τα πολύ αδύνατά σου.
Τώρα, σε μια άλλη κοινωνία, μπορεί αυτό να ήταν αυτό που είναι. Δηλαδή πήρες δέκα κιλά. Τι είναι δέκα κιλά, ειδικά αν τα βάλεις δίπλα δίπλα σ’αυτά που είχες χάσει στη φάση της μανίας; Έλα όμως που στην κοινωνία που ζούμε, δέκα κιλά αντιπροσωπεύουν τόσο πολλά πράγματα. Εξωφρενικά, η Kate Moss είχε δίκιο: Nothing tastes so good as skinny feels. Δε θέλω να το πιστεύω αυτό. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πιστεύω, βαθιά και ανεξάρτητα από το θέλω μου, ότι η αδύνατη Βάλια είναι πιο ευτυχισμένη από τα όσα παραπανίσια κιλά Βάλια. Στην πραγματικότητα, αυτό ισχύει. Έχω πείσει τον εαυτό μου ότι αν δεν είχα γραμμές κυτταρρίτιδας στους γλουτούς μου και η κοιλιά μου δεν έκανε δίπλες, η ζωή μου θα ήταν χίλιες φορές καλύτερη.
Μεγάλωσα με την γνωστή ρήση ότι αν νιώθεις ότι πεινάς, πιες ένα μεγάλο ποτήρι νερό και να δεις που θα σου περάσει. Ειδικοί λένε ότι όντως μπορεί να μπερδέψεις την πείνα με τη δίψα, αλλά αυτή η λογική, η οποία συνοδευόταν με δίαιτες του γκρέιπφρουτ και του cottage cheese δε βοήθησαν ποτέ κανέναν μιλένιαλ. Καθόμαστε και παλεύουμε με νύχια και με δόντια κάτι που δε θα μας ανταμείψει ποτέ πίσω. Το σώμα μας θα πάρει την κατηφόρα όση προσπάθεια κι αν κάνουμε να παγώσουμε το χρόνο. Πολύ συχνά αισθάνομαι ότι όση λογοτεχνία και ενημέρωση κι αν καταναλώσω σήμερα, το κακό έχει γίνει και δεν μπορεί να ξεγίνει. Δεν ξέρω καμία γυναίκα που παρεκκλίνει από το κοινωνικό πρότυπο βάρους που να είναι καλά ψυχολογικά. Και δεν είναι ένα από τα θέματά της· συνήθως είναι το θέμα της. Παίρνει, πάντοτε, γιγαντιαία βαρύτητα και σημασιοδότηση, περισσότερη από ένα άσχημο και μικρό διαμέρισμα, ή μια δουλειά που πληρώνει λίγο και έναν προϊστάμενο που δεν καταλαβαίνει την αξία της. Βέβαια, η έννοια του thinness μπορεί να συμβολίζει όλα αυτά που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε· το graal που δεν έγινε και δε θα γίνει ποτέ δικό μας.
Τι συμβαίνει σήμερα όμως; Δεν είμαι σίγουρη ότι το 2021 είναι πιο ανεκτικό στα πολύμορφα σώματα, ή απλά υπάρχουν τόσες πραγματικότητες όσες και ζυγαριές στα σπίτια της μέσης τάξης των Gen Z. Σίγουρα, το body positivity δεν είχε καν συλληφθεί όταν μεγάλωνα και οι μόνες μας αναφορές στη εφηβεία, ήταν η Σούπερ Κατερίνα και η Μανίνα, που δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να αναπαράγουν το μάντρα της εποχής: αγοράστε μας για να μάθετε τα μυστικά για μια λεπτή σιλουέτα. Θα βάζαμε συλλογικά τα γέλια αν κάποιος υποστήριζε ότι κάποια μέρα θα βλέπαμε plus size μοντέλα και θα ανατρέπονταν τα κυρίαρχα πρότυπα ομορφιάς. Ωραία; Ναι, αλλά αυτό είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Τα social media έχουν με τη βούλα χειροτερέψει τον τρόπο που βλέπουμε το σώμα μας. Δεν ξέρω αν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς που δεν έχει υπάρξει στο σώμα μιας γυναίκας, αλλά δεν υπάρχει στιγμή που να μην συγκρίνουμε το σώμα μας με το σώμα μιας άλλης γυναίκας. Ναι, είναι εξοντωτικό. Μπορούμε να το σταματήσουμε; Αμφιβάλλω. Η νέα γενιά, ναι, προτιμάει το Tik Tok και τα dance videos α λα νατουρέλ, αλλά ταυτόχρονα έχει μάθει να βλέπει τον εαυτό της με εκατοντάδες φίλτρα, όπως το FaceTune που φροντίζει να αλλοιώνει τόσο τις φωτογραφίες μας, όσο να θελήσουμε να κάνουμε πλαστική για να μοιάσουμε στις βελτιωμένες εκδοχές μας. Οι πλαστικοί χειρουργοί δέχονται δεκάδες νέες γυναίκες που τους δείχνουν φωτογραφίες που έχουν πειραχτεί, με εξωφρενικές απαιτήσεις, όπως να φέρει τα μάτια τους πιο κοντά το ένα στο άλλο. Σε μια εποχή που η πραγματικότητα φιλτράρεται τόσο ώστε οι ψηφιακές μας ταυτότητες να μοιάζουν ενίοτε πιο κοντά σε μας από τις αληθινές μας, είναι εύκολο να χάσεις το δρόμο σου.
Την τελευταία φορά που έκανα επεισόδιο μανίας, το 2018, δεν έχασα βάρος. Δεν μπορώ να πω ότι με χαροποίησε αυτό, γιατί, είπαμε, I am not wired this way, αλλά ήταν σημάδι ότι έλεγχα την κατάσταση. Σε στενή παρακολούθηση των γιατρών και της οικογένειάς μου, δεν επέτρεψα στην ασθένεια να με καταβάλλει, και σίγουρα αυτό έπαιξε το ρόλο του ώστε να μην κυλήσω στην κατάθλιψη αργότερα. Δεν έχω κάποιο ηθικό δίδαγμα απ’αυτήν την ιστορία ούτε και γιατρεύτηκα, από οποιαδήποτε από τις ασθένειές μου. Θέλω, βέβαια, να πιστεύω ότι υπάρχουν περισσότερες νέες κοπέλες σήμερα των οποίων τα πρότυπα δεν τρέφονται μόνο με μπάρες δημητριακών και muffin tops.
(συνεχίζεται) (όχι δεν ξέρω πότε)
΄Ενα τρυφερό ντοκιμαντέρ για μια μητέρα και τις κόρες της που κοιτάζουν πίσω στην παιδική τους ηλικία και στο γιατί τα οικογενειακά βίντεο σταματάνε απότομα. 8 λεπτά νοσταλγίας και αναζήτησης απαντήσεων Χρόνια πολλά μαμά!
And an invitation
Nick Hornby remembering music in the 70s and how you couldn’t not like the albums you bought coz it was your only music choice. And… today (talks about Phoebe Bridgers a lot, so 💯)
The albums I owned I turned into classics through sheer force of will. If I didn’t like it the first time, I played it again until I liked it more.
Αν έφτασες εδώ κατά λάθος, αυτό είναι το newsletter μου, Don’t tell me how it ends. Aν θες να διαβάζεις κάθε Κυριακή πρωί ένα προσωπικό essay με πολλά ερωτηματικά και ελάχιστες απαντήσεις, I’m your girl. Welcome to my messy world. 👇