“It's not so strange that I talk to my cat but I feel silly because he is totally deaf”
Αυτές τις μέρες σκέφτομαι συνέχεια την έννοια του χρόνου. Στην πραγματικότητα σκέφτομαι την έννοια του χρόνου συνέχεια και από πάντα, αλλά αυτές τις μέρες ακόμη περισσότερο, για δύο λόγους.
O πρώτος λόγος είναι η Λουσία Μπερλίν. Για όσους δεν την ξέρουν, η Λουσία Μπερλίν είναι από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα, και πιστέψτε με, δεν χωράει αμφιβολία. Αυτό που κάνει τη Λουσία Μπερλίν μια τραγική φιγούρα είναι ότι κανείς δεν κατάλαβε την ιδιοφυΐα της κατά τη διάρκεια της ζωής της, και κάπως, παράλογα, έντεκα χρόνια μετά το θάνατό της, κάποιος αποφάσισε, ευτυχώς, να μαζέψει όλες τις σκόρπιες ιστορίες της, και να φτιάξει μια συλλογή που, πολύ απλά, σε χτυπάει στον κρόταφο με τη δύναμη ενός .38 σε απόσταση μερικών μέτρων. Και η οποία πούλησε μέσα σε δύο βδομάδες όσα αντίτυπα είχε πουλήσει σ’όλη τη διάρκεια της συγγραφικής της ζωής. Ο χρόνος ήταν άκαρδος για τη Λουσία.
Δεν είναι η μοναδική συγγραφέας που γράφει auto-fiction ή self-fiction, αλλά είναι από τους λίγους που ξέρουν να το κάνουν σωστά και να μη θέλεις να τους χτυπήσεις δυνατά στο κεφάλι με ένα βαρύ βιβλίο (καμία σχέση με τον Τζακ Κέρουακ, όχι, τυχαία το λέω). Φταίει επίσης ότι η Λουσία Μπερλίν είχε μια ζωή που μόνο μυθιστορηματική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, όχι μόνο γιατί είχε το γκλάμουρ μιας αριστοκρατίας ή τις δοκιμασίες μιας τραυματισμένης ψυχής και ταλαιπωρημένης υλικά και ψυχολογικά γυναίκας, που ισχύουν, αλλά κυρίως γιατί μπόρεσε να αντιμετωπίσει κάθε πιάτο που η ζωή της σέρβιρε, με τη χάρη και τη στωικότητα που εμφανιζόταν στο τραπέζι της. Φυσικά, αν μπορούσε να διαβάσει αυτό που γράφω, θα έλεγε ότι δεν της σέρβιρε τίποτε η ζωή, αλλά ό,τι της συνέβη, συνέβη από το δικό της χέρι. Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο αυστηροί με τον εαυτό τους που δεν αφήνουν περιθώριο στην ατυχία, ή την κακή στιγμή. Eίναι άδικο, αλλά έτσι είναι. Ας μην τους κακιώσουμε και γι’αυτό.
“Everything good or bad that has occurred in my life has been predictable and inevitable, especially the choices and actions that have made sure I am now utterly alone.”
Η Λουσία Μπερλίν γεννήθηκε το 1936 στην Αλάσκα. Ο πατέρας της ήταν μηχανικός σε μεταλλωρυχεία οπότε ταξίδευαν πολύ και δεν ήταν πλούσιοι. Το 1941 ο πατέρας της πήγε στον πόλεμο, και όταν γύρισε μετέφερε την οικογένεια στο Σαντιάγο όπου χτύπησε τζακ ποτ και η Λουσία είχε ό,τι μπορεί να επιθυμούσε μια έφηβη, χορούς και υπέροχα φουστάνια, γνωριμίες με πρίγκιπες και ένα head-start στη ζωή που όμως την κακόμαθε για έναν γεμάτο λακκούβες δρόμο στη συνέχεια. Παντρεύτηκε τρεις φορές πριν τα τριάντα της, ακολουθώντας πάντοτε ένα ταλαιπωρημένο και μπερδεμένο ένστικτο που την καθοδηγούσε σε λαμπερές προσωπικότητες αλλά καθόλα προβληματικές. Άλλαξε χώρες, από το Σαντιάγο, πίσω στην Αμερική, κι από κει στο Μεξικό, γέννησε τέσσερις γιους που λάτρευε και ερωτεύτηκε τον Buddy Berlin, του οποίου το επώνυμο κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο Buddy, που μάλλον ήταν ο σύντροφος που τη σηματοδότησε, την αγαπούσε, και ήταν ένας πολύ ταλαντούχος μουσικός, μια φοβερή προσωπικότητα και χαρισματική και η Λουσία δεν ήξερε τίποτα άλλο παρά να τον αγαπάει βαθιά. Όμως ένα βράδυ ξύπνησε, και τον βρήκε να σουτάρει ηρωίνη στο μπάνιο, λέγοντάς της, είναι απλό, θα σταματήσω, και το πολύ-πολύ να ξερνοβολάω για μερικές μέρες όσο θα αποτοξινώνομαι. Τώρα, αν με ρωτάτε, θα σας απαντήσω ότι η Λουσία ήξερε καλύτερα από το να πιστέψει έναν ναρκομανή. Αλλά κοιτάξτε τη φράση που καρφίτσωσα ακριβώς επάνω, και πείτε μου γιατί επιμένετε ότι έχουμε κάποια θέση στην εξέλιξη της ζωής μας. Θέλω να πω, όλα οφείλονται σε μας τους ίδιους και τις επιλογές μας, φάιν, αλλά πόση αξία έχουν όλες οι αξίες μας, όλα αυτά που πιστεύουμε, όταν είμαστε τυφλοί απέναντι στο μέλλον μας;
Η Λουσία Μπερλίν κάπου εκεί στο χωρισμό με τον Buddy, που ήταν αναπόφευκτος γιατί μέχρι τότε είχε κάνει άλλους δύο γιους, τέσσερις στο σύνολο, και έπρεπε να τους προστατεύσει, ξεκίνησε μια σχέση με το μπουκάλι η οποία την ακολούθησε για δυο δεκαετίες σχεδόν σαν πιστό σκυλί που χρειάζεται να ταΐζεις δυο φορές τη μέρα. Στην εκπληκτική συλλογή της (Οδηγίες για οικιακές βοηθούς, μετάφραση από την εξαιρετική Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Στερέωμα) που αποτελείται από 43 διηγήματα, η Λουσία είναι πάντα παρούσα, αλλάζοντας δυο τρεις λεπτομέρειες, μάλλον για να ανασαίνει, γιατί η προσωπική παράδοση άνευ όρων είναι εξαντλητική. Δεν ξέρω απ’αυτά, αλλά φαντάζομαι πως μια ζωή τόσο ταραγμένη όσο της Λουσία δεν είναι εύκολο να την στοιχειοθετείς, είναι επώδυνο και όσο σκέφτομαι ότι η Λουσία δεν έμαθε ποτέ ότι ενδιαφερόμαστε (με ενθουσιασμό!) να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα τη ζωή της, ότι άξιζε, κάτι σπάει μέσα μου.
Όλες οι ιστορίες της έχουν κάτι το εξαιρετικά ανθρώπινο. Κάτι για την ανθρώπινη κατάσταση, που σε αγγίζει γιατί κάπως επιτρέπει να βγάλεις νόημα για όλο αυτό που μας ταλαιπωρεί. Προσωπικά, με κάνει να βρίσκω ειρήνη σ’ότι δύσκολο έχω ζήσει, όταν γνωρίζω ότι η Λουσία έζησε χίλιες φορές πιο δύσκολα, αλλά το έκανε κάτι. Δεν είναι στόχος μου να συγκρίνω, αλλά γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία τελικά; Δεν το κάνουμε για να απαλύνουμε τους δικούς μας πόνους, ή να καταλάβουμε πώς η ζωή φέρθηκε αλλού ώστε να απαντήσουμε στο αιώνιο ερώτημα: Μ’αγαπάει κανένας; Μ’αγάπησε ποτέ;
“The only reason I have lived so long is that I let go of my past. Shut the door on grief on regret on remorse.”
Πολύ συχνά αυτά που λέει νιώθεις πως τα λέει για να τα πιστέψει. Ίσως σου απαντούσε, μα είπα ποτέ ότι γράφω αυτοβιογραφικά; The story is the thing, έλεγε για τη μητέρα του ο ένας από τους γιους της, ο Μαρκ, που χάθηκε παλεύοντας με τους δικούς του δαίμονες που δεν ήταν πολύ μακρινοί από τους δικούς της μητέρας του. Σε κάνει να σκέφτεσαι ότι είναι αδύνατον να γράφεις αν έχεις μια ανέμπνευστη ζωή, ξέρω γω, ξέροντας βέβαια ότι κάνεις λάθος, η έμπνευση μπορεί να έρθει από παντού και δεν την καθοδηγείς εσύ. Πάντως η Λουσία, που δούλεψε νοσοκόμα, και καθαρίστρια, βοηθός γιατρού και δασκάλα σε σχολείο, είχε ιστορίες να πει. Για τη μητέρα της που μάλλον αυτοκτόνησε, ή για την αδελφή της που έχασε τη μάχη με τον καρκίνο - και την οποία η Λουσία φρόντισε για χρόνια στο Mexico City. Και έγραψε γι’αυτό και για τόσα άλλα. Έχει πιθανώς την πιο σπαρακτική πένα όσον αφορά τον αλκοολισμό, ωμή και συντριπτική και δυνατή. Στη “Ανεξέλεγκτη” μια μητέρα, ποια άλλη, η ίδια, μετράει τις ώρες μέχρι να περπατήσει ως το σούπερ μάρκετ που θα έχει μόλις ανοίξει το χάραμα - οι γιοι της έχουν κρύψει τα κλειδιά του αυτοκινήτου - για να αγοράσει ένα μπουκάλι με τη φτηνή βότκα, να ανακουφιστεί και να μπορέσει να φτιάξει πρωινό στους γιους της. Να φορέσει όλες τις ταυτότητές της μαζί, όπως συμβαίνει πάντα, τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν είναι ξέχωρο. Είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα ότι η Λουσία έζησε τις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής της καθαρή. Δεν της έτυχε καλό χαρτί: η σκολίωση που την ταλαιπωρούσε από παιδί, προχώρησε να της τρυπήσει τον πνεύμονα με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί οξυγόνο για να αναπνέει από το 1994. Όμως κατάφερε να γίνει associate professor του πανεπιστημίου στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο και εξαιρετικά αγαπητή στους μαθητές της. Πέθανε το 2004 στην Καλιφόρνια, κοντά στους γιους της.
“My legs! Lord Jesus stop the pain in my legs!”
“Hush John,” Florida said. “That’s only phantom pain.”
“Is it real?” I asked her.
She shrugged. “All pain is real.”
Η Λουσία Μπερλίν λειτουργούσε πάντοτε σαν η ζωή της να κρεμιόταν από ένα λεπτό σκοινί. Δεν ξέρω αν κοιτούσε μπροστά ή πίσω, ή αν μπορούσε να μάθει από τα λάθη της, κι αν τελικά έχει και νόημα να μαθαίνεις, γιατί αλήθεια; Δεν είναι καλύτερα να κάνεις τα ίδια λάθη, ξανά και ξανά, παρά να αντιμετωπίζεις την έκπληξη κάποιας καινούριας συνθήκης που θα κάνεις μαντάρα;
O δεύτερος λόγος που σκέφτομαι πολύ την έννοια του χρόνου είναι γιατί αναρωτιέμαι αν έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου που αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις περισσότερες αναμνήσεις από το παρελθόν παρά πράγματα να περιμένεις από το μέλλον. Δε θεωρώ ότι συμβαίνει απαραίτητα όταν μεγαλώνεις, ή όταν περνάς τη μέση ηλικία, αλλά ίσως κάποια πράγματα ξέρεις ότι θα συμβούν μια φορά και όχι άλλη. Κάποια απ’αυτά, τα νοσταλγείς, άλλα δε θες να τα θυμάσαι. Και όμως τα θυμάσαι.
Νομίζω πως δε θα ξεχάσω ποτέ την προδοσία όταν κάποιος αγαπημένος μου καθηγητής, που έβλεπα σαν μια σανίδα σωτηρίας όταν ένιωθα χωρίς πατέρα, προσπάθησε να με φιλήσει. Πόσο με τρόμαξε αυτή η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει, αν όχι πάντα, αλλά πολύ συχνά, μια συναλλαγή. Μετά από καναδυό χρόνια, δε θα ξεχάσω ότι κάποιος τύπος που πήγα σπίτι μαζί του, αν θέλω μπορώ να θυμηθώ το όνομά του, αλλά δεν του αξίζει, προσπάθησε να με σπρώξει να κάνω κάτι το οποίο δεν είχαμε συμφωνήσει, και έφυγα στο μπάνιο στα τέσσερα από τον πόνο. Κλεισμένη εκεί για μια ώρα, σφαδάζοντας, δε συνειδητοποιούσα ότι την επόμενη μέρα θα είχα βάλει στην άκρη την κακοποίηση, και θα δεχόμουν να τον ξαναδώ. Γι’αυτό σου λέω, μην κρίνεις το γιατί κάποιος ή κάποια επιλέγει να μιλήσει την συγκεκριμένη στιγμή για κάτι. Μπορεί να έγινε πριν 10 χρόνια, μπορεί και χτες. Αλλά κανένας δεν μπορεί να μου πει ότι πονάει λιγότερο, γιατί πέρασε καιρός. Είναι κάποια πράγματα που σε κάνουν να χάσεις την πίστη σου στο ανθρώπινο είδος. Κάτι που θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή, αλλά έρχεται πιο γρήγορα και απότομα απ’ότι το περίμενες. Κάθε πόνος είναι αληθινός, ακόμη και για τον ακρωτηριασμένο.
Να είστε τρυφεροί με αυτούς που δέχονται να μιλήσουν για τα τραύματά τους. Και αν κρίνετε ότι πρέπει να είστε επιεικείς, να είστε με αυτούς, όχι με όσους τους έβλαψαν.
“I’ve worked in hospitals for years now and if there’s one thing I’ve learned it’s that the sicker the patients are the less noise they make. That’s why I ignore the patient intercom.”
Ας τους επιτρέψουμε να καλέσουν την ενδοεπικοινωνία.
Further reading on Lucia Berlin
Κάτι σαν ημερολόγιο, ίσως ακόμη περισσότερο απ’ότι συνήθως. Ή έστω κάτι για την αγάπη και την αυτοκαταστροφή. Memories of Mexico, ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα, τόσο ωμό που του λείπει το τέλος της τελευταίας φράσης
μια λίστα που διαβάζεται σαν -ξανά- βιογραφικό σημείωμα με ημερομηνίες σταθμούς τα σπίτια που κατοίκησε. fuck she is brilliant
Acapulco, Mexico—Honeymoon. Three weeks of rain. Flood, dysentery, Mark electrocuted, more flood.
Corrales, New Mexico—Mansion. Three bathrooms. Garbage disposal broke, washer broke, dishwasher broke. Zinnias wouldn’t grow. Roses wouldn’t grow.
Oaxaca, Mexico—Herd of goats next door. Mildew. Struck by lightning on Monte Albán.
Αν είσαι φαν της Lydia David, που αυτό το νιουζλέτερ αγαπάει, εδώ το κείμενο εν είδει προλόγου στις Οδηγίες για οικιακές βοηθούς
Το λεωφορείο έχει αργήσει. Αυτοκίνητα περνούν. Οι πλούσιοι στα γιωταχί τους δεν κοιτάζουν ποτέ τους ανθρώπους στο δρόμο, ούτε ματιά δεν τους δείχνουν. Οι φτωχοί πάντα κοιτάζουν… και μάλιστα μερικές φορές φαίνεται σαν να οδηγούν άσκοπα, μόνο και μόνο για να χαζέψουν τους ανθρώπους στο δρόμο. Το έχω κάνει κι εγώ. Οι φτωχοί περιμένουν πολύ. Στις ουρές για τα επιδόματα, στα γραφεία ευρέσεως εργασίας, στα πλυντήρια, στους τηλεφωνικούς θαλάμους, στα εξωτερικά ιατρεία, στις φυλακές και λοιπά.
Tiger bites από την ίδια συλλογή
It’s a joy to do it. It’s a place to go. It definitely is a place where I am…where I feel my honest self is. When I first started to write, I was alone. My first husband had left me, I was homesick, my parents had disowned me because I had married so young and divorced. I just wrote to—to go home. It was like a place to be where I felt I was safe. And so I write to fix a reality.
Μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της στο Lit Hub
Επειδή διαβάζοντας Λουσία, γράφεις σαν τη Λουσία (προφανώς χειρότερα αλλα still), έγραψα ένα σορτ εμπνευσμένο από τη γραφή της. Αν θες να το διαβάσεις, άφησε μου ένα σχόλιο, και δικό σου.
One last thought friends:
yes, you climbed on the ladder
with the wind in your sails
you came like a comet
blazing your trail too high
too far
too soon
you saw the whole of the moon
And with this I leave you.
You know what to do.
Κι εγω!
Κι εγώ pls 😁