Το προπερασμένο σαββατόβραδο, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού για να γδυθώ. Μου είναι αδύνατον πλέον να αφαιρέσω το παντελόνι, το κολάν ή το καλσόν μου χωρίς να καθίσω. Αν προσπαθήσω να το κάνω όρθια, κινδυνεύω να πέσω γιατί το αριστερό μου πόδι δεν είναι πολύ σταθερό, ή να πονέσω φρικτά γιατί η καμάρα του δεν με βαστάει. Είμαι στην τριακοστή ένατη εβδομάδα κύησης, το οποίο, σε καθημερινή γλώσσα μεταφράζεται σε “είμαι στον ένατο” ή πιο απειλητικά, “μπορεί να γεννήσω ανά πάσα στιγμή”.
Το προπερασμένο σαββατόβραδο, λοιπόν, κάθισα στο κρεβάτι για να αφαιρέσω το κολάν μου, και κοιτάχτηκα απρόσεκτα στον καθρέφτη. Είναι μια αυτόματη κίνηση, να παρατηρείς το σώμα σου που όσο περνάει ο καιρός παίρνει όλο και περισσότερο χώρο, και δεν σου ανήκει, όχι αληθινά. Όταν αφαίρεσα το κολάν από τα πόδια μου, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Οι αστράγαλοί μου και οι βάσεις των ποδιών μου είχαν διπλασιαστεί σε μέγεθος. Φώναξα τον σύντροφό μου στο δωμάτιο· το πρόσωπό μου, εντωμεταξύ, είχε γίνει κατακόκκινο και είχα δυσκολία να αναπνεύσω. Ήξερα τι σήμαιναν όλα αυτά· μια νύχτα στα επείγοντα του μαιευτηρίου μας περίμενε. Τηλεφώνησα, για τυπικούς λόγους. Όπως περίμενα, έπρεπε να μεταβούμε άμεσα στο μαιευτήριο, για να μου μετρήσουν την πίεση και να κάνω μια ντουζίνα εξετάσεις.
Στις εξήμισι το επόμενο πρωί, τοποθέτησα τα μαξιλάρια το ένα πάνω απ’το άλλο στο προσκεφάλι μου και προσπάθησα να βρω μια βολική στάση που να μη μου προκαλεί πολλές συσπάσεις, καθώς ο σύντροφός μου αναστέναξε και αποκοιμήθηκε στο λεπτό. Πέντε ώρες είχαμε περάσει στα επείγοντα του μαιευτηρίου Les Bluets του Παρισιού. Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Είχαν περάσει υπερβολικά πολλές παραστάσεις από μπροστά μου - το μυαλό μου είχε δυσκολία να τις αποδομήσει όλες ώστε να σβήσει και μαζί του να σβήσω κι εγώ.
Διάβασα κάπου ότι στο τέλος της εγκυμοσύνης, όταν ξυπνάς μέσα στη νύχτα για να ανακουφίσεις την κύστη σου, είσαι εντελώς ξύπνια - δεν κινδυνεύεις δηλαδή να πέσεις σε κάποιο έπιπλο- γιατί το σώμα σου έχει μπει σε ρότα νέας μητέρας και σε προετοιμάζει για τις νύχτες αυπνίας που πλησιάζουν. Τα βράδια περνάνε έτσι, με μικρά διαλείμματα, κάθε δυο ή τρεις ώρες να σηκώνεσαι με δυσκολία, με μια σύσπαση, να κοιτάς το άδειο ακόμη λίκνο και να πηγαινοέρχεσαι στην τουαλέτα. Τίποτα γκλάμουρους, και σίγουρα οι πρησμένοι αστράγαλοι είναι μακριά από κάθε έννοια στάρντομ, εκτός ίσως από τη φορά που η έγκυος Κιμ Καρντάσιαν έπαθε το ίδιο.
Έτυχε και αυτές τις τελευταίες εβδομάδες να παρακολουθήσω δύο αναπαραστάσεις γύρω από τη μητρότητα και όπως είναι φυσικό αυτές τις μέρες έχω περισσότερη περιέργεια γι’αυτό που με περιμένει. Στο Lost Daughter της Μάγκι Τζίλενχαλ, η Λέντα σέρνει ένα μυστικό κι ένα βάρος· επιφανειακά είναι απόκοσμη, ανεξιχνίαστη και ασυμπάθιστη. Η ταινία, που λειτουργεί με φλας μπακ μεταξύ μιας σαρανταοχτάχρονης (Ολίβια Κόλμαν) και μιας εικοσιπεντάχρονης Λέντα (Τζέσι Μπάκλει), είναι ανατριχιαστική. Σαν τα φρούτα που η πρωταγωνίστρια ανακαλύπτει στο σπίτι που τη φιλοξενεί και μοιάζουν λαχταριστά αλλά αν τα γυρίσεις είναι σάπια, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται στο ειδυλλιακό ελληνικό θέρετρο. Η γνωριμία της Λέντα με μια φασαριόζικη ελληνοαμερικάνικη οικογένεια από το Κουίνς, και η μαγνητική επιρροή που της ασκεί η Νίνα, μια απηυδησμένη νέα μητέρα - υπέροχα ερμηνευμένη από την Ντακότα Τζόνσον- θα σκαλίσει παλιά μυστικά και τραύματα. Όσο κι αν η μητρότητα έχει μυριάδες πλευρές και όλοι το ξέρουμε, η ποπ κουλτούρα, η εκκλησία, η κοινωνία, η πατριαρχία και everyone and their sister, θέλει τις μητέρες να της παραδίδονται άνευ όρων από τη στιγμή που το βρέφος τους παίρνει την πρώτη του ανάσα έξω από τη μήτρα. Η Λέντα βγαίνει απ’αυτόν τον σωρό. Στα φλάσμπακ της βλέπουμε μια νέα μητέρα που αδυνατεί να νιώσει ένα μόνο πράγμα για τις κόρες της· μέσα της αντιπαλεύουν δύο αντικρουόμενες δυνάμεις. Η μία θέλει να κραδάσει την φευγαλέα ελευθερία της και η άλλη θέλει να φροντίσει τα δύο πλάσματα που κάποτε βγήκαν με πολύ πόνο από μέσα της.
Στη σύγχρονη κουλτούρα όμως, όπως είπα παραπάνω, αυτή η αμφιταλάντευση είναι ένα φρικτό ταμπού. Η μαρτυρική απεικόνιση μιας μητέρας είναι κάτι παραπάνω από σύνηθες και αυτό το βλέπουμε σε σειρές όπως το Maid, με την εξαιρετική Μάργκαρετ Κουάλει, την κακοποιημένη από έναν αλκοολικό σύντροφο και χωρίς κανένα οικονομικό και ψυχολογικό στήριγμα εικοσιπεντάχρονη Άλεξ που περνάει δεκάδες γολγοθάδες για να επιβιώσει μαζί με την τρίχρονη κόρη της. Και ενώ η ιστορία της είναι κάτι παραπάνω από συγκινητική - ειδικά γνωρίζοντας ότι βασίζεται σε αληθινή - μοιάζει στα μάτια μου ψεύτικη για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μια τόσο μαρτυρική γυναίκα, που ζει μόνο για το παιδί της, και αν έχει ψεγάδια, τότε σίγουρα· σίγουρα, δεν αντανακλώνται στην ιστορία που μας διηγείται. Όσο κι αν τη θαυμάζεις, σκέφτεσαι τις δικές σου ανεπάρκειες και το κατά πόσο είναι δυνατόν να φουρκίζεσαι με καθημερινές μικροκαταστροφές όταν υπάρχουν γυναίκες, μητέρες, που επιβιώνουν στις συνθήκες της Άλεξ.
Και υπάρχει, βέβαια, και το άλλο.
Αρνούμαι να πιστέψω ότι οι γυναίκες που δεν έχουν κάνει παιδιά δε γίνεται να νιώσουν την αγάπη άνευ όρων, αλλά ούτε και να πιστέψω ότι αυτές που έχουν κάνει τη νιώθουν σώνει και ντε. Στο κάτω-κάτω, ένα πράγμα είναι σίγουρο: το πλάσμα που θα βγει από την κοιλιά σου θα σ’έχει ανάγκη και μπορεί αυτό να μπερδέψεις ως αγάπη - αλλά σε κάθε περίπτωση, θα σε αποζητάει, ακόμη κι αν του φερθείς απαίσια. Αυτή είναι η συνθήκη, όσο υπέροχη ή τερατώδης κι αν φαντάζει. Άρα όλη αυτή η θεωρία περί άνευ όρων αγάπης είναι μια γοητευτική ρομαντική μπούρδα· για τα πρώτα χρόνια της ζωής του τουλάχιστον, το πλάσμα που βγαίνει με βία από την μήτρα σου θα σε λατρέψει, ίσως γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Δεν προσπαθώ να βγω από πάνω. Είχα την τύχη να μεγαλώσω κάτω από το βλέμμα μιας γυναίκας που τη μέρα που με γέννησε έγραψε στο ημερολόγιο της ότι επρόκειτο για την ωραιότερη εμπειρία της ζωής της. Ξέρω· ξέρω ότι η ορμόνη ωκυτοκίνη κάνει θαύματα, αλλά αλήθεια πώς γίνεται να ξεχάσει κανείς τους πόνους της γέννας; Αυτή είναι η μητέρα μου. Δε μου λέει ψέματα και γίνεται κάθε φορά κόμπος για να με βοηθήσει, όταν μπορεί. Συνήθως θα μπορεί. Η πρόθεση, θέλω να πω, είναι εκεί, αμετάκλητη και στέρεα, από τις 14 Απριλίου 1984.
Δεν ξέρω πώς θα μεγάλωνα με μια μητέρα σαν την Λέντα, που διεκδικεί, πέραν της αγάπης που τρέφει για τα παιδιά της, την ελευθερία της, την μοναδικότητά της, την επιθυμία της και τη θηλυκότητά της. Και σαφώς είναι απλουστευτικό και για τις ανάγκες αυτής της διήγησης να υποθέτω ότι η δική μου μητέρα δεν είχε άλλες ανάγκες ή δεν τις ακολούθησε ή δεν τις ακολουθεί σήμερα. Πάντως, το άγρυπνο βλέμμα της δε μου επέτρεψε να αμφισβητήσω ούτε μια στιγμή ότι ήμουν επιλογή της και της στήριζε με όλη της την ύπαρξη. Αν είχα μεγαλώσει με τη Λέντα, σίγουρα θα είχα άλλα σύνδρομα· όχι ότι αυτά που έχω έχοντας μεγαλώσει με τη δική μου μητέρα, είναι πιο ευκόλως επιλύσιμα.
Την Κυριακή το μεσημέρι τα πόδια μου ξεπρήστηκαν. Η κοιλιά μου, πάλι, συνεχίζει να φουσκώνει, και μαζί της ποικίλα ερωτηματικά, με ένα να ξεχωρίζει, courtesy of Susan Sontag: Can I love someone... and still think/fly?