Πατρίδες, καινούριες και παλιές
Όταν ανακαλύψαμε το Παρίσι, και δε θυμόμαστε πώς λέγεται το λεμόνι στα γαλλικά
Είναι 2007 και είμαστε νέοι, 23, βία 24 χρονών, επισκεπτόμαστε το Παρίσι με ενδιάμεσο στη Ζυρίχη, όπου στη σάλα της αναμονής ακούμε γαλλικά, και βλέπουμε Γάλλους και δεν πιστεύουμε στην τύχη μας. Μιλάνε ασταμάτητα και εξαιρετικά γρήγορα, και όταν φτάσουμε στο Παρίσι θα πάμε σ’ένα μπαρ και θα θέλουμε να παραγγείλουμε τζιν με λεμόνι, μόνο που η λέξη μας έρχεται στα αγγλικά και μαθαίνουμε ένα σημαντικό πράγμα που θα μας χρησιμεύσει στη συνέχεια, παρόλο που δεν το ξέρουμε ακόμη, ότι τα γκαρσόνια στα μπαρ, και στα εστιατόρια, είναι αγενή, ή βιάζονται, όταν παίρνουν παραγγελία. Θα θελήσουμε να εξασκήσουμε τα γαλλικά μας, έστω για να δικαιώσουμε τις ατέλειωτες ώρες που περάσαμε διαβάζοντας τη Le Monde, ώστε να περάσουμε το DELF, το DALF. Δε θα μας αφήσουν οι κέρβεροι που στέκονται ανάμεσα σε εμάς και ένα κροκ μεσιέ. Είμαστε ταξιδιώτες, σε μια ξένη πόλη, δεν έχουμε ταξιδέψει πολύ, νιώθουμε τους πόρους του δέρματός μας να ανοίγουν γιατί αυτό σου συμβαίνει στα 23, 24, όταν επισκέπτεσαι μια καινούρια χώρα, ο καιρός είναι παλαβός, τη μια μέρα κάνει 15 βαθμούς, και δυο μέρες μετά 35, είναι Ιούλιος, και δεν έχουμε κάνει αποτρίχωση, και φοράμε καλσόν κάτω από τις φούστες μας, είμαστε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Οι Γάλλοι προνοούν πιο γρήγορα κι από τη μετεωρολογική υπηρεσία, στο μετρό κάνει 180 βαθμούς, θυμόμαστε ένα αγόρι που ξεροσταλιάζει στην Αθήνα, σκεφτόμαστε, μήπως έπρεπε να το πάρουμε μαζί μας, αλλά είχαμε αποφασίσει πως όχι. Χρησιμοποιούμε το κινητό για να του τηλεφωνούμε δύο και τρεις φορές την ημέρα, και θέλουμε να γυρίσουμε, ή δε θέλουμε καθόλου. Βλέπουμε στο σούπερ μάρκετ τη σειρά από τα κρασιά, δεν ξέρουμε να διαλέγουμε, δε θα μάθουμε ποτέ, και αγοράζουμε κάποιο με βάση τα οικονομικά μας, το παίρνουμε σπίτι, και το μοιραζόμαστε με μια Μικαέλα ή μια Ντάρια, από την Ισπανία ή την Λευκορωσία αντίστοιχα. Θέλουμε να κάνουμε φίλους, έχουμε έρθει δήθεν για κάτι μαθήματα στη Σορβόννη αλλά είναι πιο βαρετά κι από κούρσα ταξί κολλημένοι στην κίνηση μια Δευτέρα πρωί στην Κηφισίας. Μας κάνει εντύπωση πώς αυτό που κοροιδεύαμε στους άλλους, το κάνουμε κι εμείς, ότι συγκρίνουμε τα πάντα με τη χώρα μας: βέβαια, το Παρίσι κερδίζει σε όλα, έχει μια ενέργεια, μια φορά η Μικαέλα και η Ντάρια μας παίρνουν σε ένα υπόγειο κλαμπ με το παράλογο όνομα Caryatides, καπνίζουν μέσα όλοι, κι εμείς μαζί, και κάποιος άγνωστος μας ζητάει μια τζούρα απ’τα τσιγάρα μας και μια γουλιά απ’τα ποτά μας. Δεν ξέρουμε να μοιραζόμαστε; Μπορεί και όχι. Έρχεται και μια άλλη φίλη από την Αθήνα, περπατάμε μια μέρα για να πάμε σε μια έκθεση για το Ροκ εν Ρολ και ακούμε σαν εκνευριστικοί έφηβοι, ενώ δεν είμαστε εδώ και καιρό, μουσική στο δρόμο, Beirut, κι εκεί που περπατάμε πέφτουμε πάνω του, σε μια φωτογράφιση, και θέλουμε να πιστεύουμε ότι σε μας οφείλεται η επίλυση ενός διπλωματικού επεισοδίου με τη γειτονιά. Δεν μπορείς να φωτογραφίζεις όπου θέλεις, μαθαίνουμε, μαθαίνει κι ο κατσαρομάλλης μουσικός. Ψέματα, αυτός το ξέρει, είναι διάσημος, τραβάμε μια φωτό μαζί του, και την κολλάμε στο ψυγείο, για χρόνια, πίσω στην Αθήνα.
Γυρίζουμε πίσω, η βαλίτσες μας ζυγίζουν 50 κιλά, κανείς δε λέει τίποτα, θυμήσου είναι 2007, το ταξίδι μοιάζει ατέλειωτο, γιατί το προηγούμενο βράδυ έχουμε πιει από το φτηνό κρασί με τη Μικαέλα, χωρίς τη Ντάρια, που δεν είχε πολύ ενδιαφέρον τελικά. Κάπου εκεί που καθόμαστε, μυρίζουμε φωτιά, κατεβαίνουμε κάτω, έχει αρπάξει το ανθοπωλείο της γωνίας, είμαστε μεθυσμένοι, δεν ξέρουμε το νούμερο των πυροσβεστών και γελάμε, γελάμε ασταμάτητα, μέχρι που έρχονται οι πυροσβέστες, χωρίς να τους καλέσουμε εμείς, κάνουν τη δουλειά τους, γυρίζουμε πίσω. Έχουμε καπνίσει 37 τσιγάρα, και τώρα, και πιο πριν, και δε θυμόμαστε πώς ήταν οι φωνές μας κάποτε, τώρα είναι βαριές και πάμε στο Kinky στην Αβραμιώτου για ποτά τις Κυριακές το απόγευμα, να διώξουμε το χανγκόβερ του Σαββάτου με πορτό. Ο κόσμος μας ανήκει, το αγόρι που ερωτευτήκαμε εξαφανίζεται, παίρνει μια μέρα το πλοίο και μας τηλεφωνεί από το κατάστρωμα, να μας πει ότι μας αγάπησε αλλά δεν είναι αρκετό. Κάποια από μας είχε το ίδιο όνομα με κάποια κοπέλα που πέθανε, και δεν μπορεί, λέει, να ξαναερωτευτεί ένα κορίτσι με αυτό το όνομα. Επειδή είμαστε 23, 24, αυτές οι μπαρούφες περνάνε. Επικοινωνούμε μαζί του μερικούς μήνες μετά, όταν έρχεται ο λογαριασμός τηλεφώνου από το διάστημα που ήμαστε στο Παρίσι, και φυσικά το αγόρι, όπως κι αν το λένε, δεν θυμάται να μιλούσαμε παρέα. Δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε κανέναν, κλέβουμε, παίρνοντας καινούριο αριθμό και αφήνοντας το χρέος να φουσκώνει. Είμαστε 23, 24, δεν καταλαβαίνουμε από προσωπική ευθύνη.
Οι μήνες περνούν, κάποια από μας χάνει κάποιον γονιό, όποιος κι αν είναι είναι μεγάλο θέμα, δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε και αν θα χωριστούμε, εμείς που είμαστε ένα εμείς από πάντα, αποφασίζουμε να θρηνήσουμε παρέα, αλλά έξω, μακριά, κάνουμε μια κίνηση που δεν περίμενε κανείς, κάποιοι μας λέγανε κλαψιάρηδες και ότι παίρναμε υπερβολικά πολλά τηλέφωνα τη μητέρα μας όταν πηγαίναμε μουσαφιράκι σε νονούς, σε θείους. Ισχύει, αλλά μεγαλώσαμε, ίσως όχι αυτοί; Φεύγουμε, πάλι ερωτευμένοι με άλλο ένα αγόρι, έρχεται μαζί, για λίγο, για κάποιο καιρό θα πιστέψουμε ότι το Παρίσι είναι καταραμένο, γιατί κάθε φορά που ερχόμαστε, ή σκεφτόμαστε κάποιο αγόρι στο Παρίσι, χωρίζουμε, αν και υπάρχει μια ισχυρή πιθανότητα να χωρίζαμε έτσι κι αλλιώς, όχι; Ξεκινάμε μαθήματα σ’ένα υψηλού κύρους πανεπιστήμιο, τα κεφάλια μας είναι καζάνια, αλλά έχουμε φίλους, από πολλές χώρες, μιλάνε όλοι καλύτερα γαλλικά από εμάς, αλλά κανείς δεν κοροϊδεύει την προφορά μας. Ένα βράδυ, κάποια από μας γνωρίζει έναν Γάλλο, είναι όμορφος και έχει ένα τσιγάρο στο χέρι του, αλλά φαίνεται ότι είναι πιο πολύ για το στιλ, του πάει το στιλ, το παίζουμε και οι δύο ιστορία, τελικά βγαίνουμε για καφέ, πολύ πρωινοί, και γινόμαστε κάτι σα ζευγάρι. Δεν έχει τα πυροτεχνήματα των προηγούμενων σχέσεων, αλλά, βέβαια, δε μας αφήνει παρακαταθήκη λογαριασμούς 900 ευρώ στη Vodafone. Έχουμε μαμάδες πίσω στην Ελλάδα που ενθουσιάζονται με αυτήν την εξέλιξη. Σχεδόν ζουν το όνειρο του ιντερνάτιοναλ έρωτα περισσότερο από μας, εμείς για πρώτη φορά είμαστε προσγειωμένοι, φυσάμε και το γιαούρτι. Συγκατοικούμε, από επιθυμία, ναι, αλλά επίσης από ανάγκη. Είναι 2010, όλοι μας ρωτάνε για την κρίση, λες και καταλαβαίνουμε. Κάποιοι από μας έχουν ακόμη δουλειές, αλλά τις χάνουν, εντελώς ξαφνικά έχουμε χάσει ένα κομμάτι από τις ρίζες μας, δεν έχουμε πια σπίτι να γυρίσουμε, έχουμε κάποια αδελφή ή αδελφό που μας πήρε το δωμάτιό μας πίσω στην πόλη μας, και αν γυρίσουμε, εξ ανάγκης, μπορεί να πρέπει να μοιραζόμαστε το κρεβάτι μας μαζί τους. Προφανώς και δε γυρνάμε. Κάνουμε συνεντεύξεις για δουλειά, αφού παίρνουμε το δίπλωμά μας, και αρχικά είμαστε άμαθες, αν και πλέον είμαστε στα late twenties μας, στον καθημερινό σεξισμό. Ένας υποψήφιος εργοδότης μας ρωτάει αν θα θέλαμε να διασκεδάσουμε τους πελάτες, ντυμένες πιο σέξι απ’ότι τη μέρα της συνέντευξης. Στην αρχή δεν καταλαβαίνουμε την ερώτηση, τελοσπάντων δεν μας παίρνουν για δεύτερο ραντεβού, πιθανώς το πάγωμά μας ως απάντηση σ’αυτήν την πρόταση λειτούργησε εναντίον μας. Έπειτα σε άλλο ραντεβού, μας ρωτούν αν είμαστε δεσμευμένες, απαντούμε ειλικρινά, ότι συζούμε, και ρωτούν πώς θα το πάρει ο φίλος μας, ο σύντροφός μας, το αγόρι μας, αν δουλεύουμε μέχρι αργά και καμιά φορά τα σαββατοκύριακα. Συνηθίζουμε σε αυτές τις υπόγειες επιθέσεις, και αυτό είναι που μας τρομάζει.
Στο γάμο μας, έρχονται φίλοι από όλα τα μέρη του κόσμου. Ο άντρας μας καταλαβαίνει ότι δεν είμαστε μία, αλλά δεν ψάχνει να μας χωρίσει. Τελικά κάναμε καλή επιλογή, ζούμε ακόμη σ’εκείνο το διαμέρισμα που αν είσαι λίγο χοντρούλης δεν μπορείς να ξαλαφρώσεις στην τουαλέτα, αλλά είμαστε δίπλα σ’ένα υπέροχο κανάλι, και τις Κυριακές κατεβαίνουμε και πίνουμε ροφήματα σ’ένα από τα δεκάδες καφέ, και τρώμε βουτυράτα κρουασάν. Δεν κάνουμε ενδιαφέρουσες δουλειές. Εκείνος δουλεύει πολύ, καμιά φορά τον περιμένουμε στον άβολο καναπέ που αγοράσαμε έκτακτα κάποια φορά που θα φιλοξενούσαμε κάποιον αλλά πονάς παντού αν κοιμηθείς έστω ένα βράδυ. Άλλες φορές κοιμόμαστε πριν γυρίσει, και νιώθουμε ένα υγρό φιλί όταν επιστρέφει. Η αναπνοή του είναι καθαρή και το μάγουλό του απαλό, το χειμώνα. Το καλοκαίρι αφήνει το μούσι του να μακρύνει, και ταξιδεύουμε, καμιά φορά με σκηνές, άλλες σε φίλους, εμείς πάντα στεκόμαστε στα καλντερίμια και καθόμαστε στα καφέ και παίρνουμε πορτοκαλόπιτες με ή χωρίς παγωτό καϊμάκι, ενώ η υπόλοιπη παρέα τριγυρίζει ψάχνοντας να αγοράσει κάποιο τοπικό θυμαρίσιο μέλι. Έρχονται και φίλοι μας, ζευγάρια που φοβόμαστε ότι είναι πιο δεμένα από το δικό μας, αλλά ποιος ξέρει τελικά, κάποιες φορές το κεφάλι μας παίζει άσχημα σενάρια, και έχουμε αμφιβολίες. Δεν είναι καινούριο, είναι λογικό, σχεδόν, εφόσον ο σύντροφος μας είναι ήρεμη δύναμη, μεν, ισχυρή προσωπικότητα δε. Δε μας αφήνει να τον καπελώσουμε, και κάποτε θα είμαστε ευγνώμωνες γι’αυτό.
Στην Αμοργό, μυούμε τους φίλους μας στο τηγανητό τυρί, τους μαθαίνουμε να λένε σαγανάκι, τρελαίνονται, θέλουν να τρων μόνο αυτό, το ψάχνουν έπειτα στα ελληνικά μαγαζιά του Παρισιού, παρόλο που τους εξηγούμε ότι αυτό που φάγανε δεν είναι χαλούμι, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά, ειδικά όταν λένε ότι το όνομα τους θυμίζει, ανέμπνευστα, γιαπωνέζικα. Ξαφνικά αλλάζουμε γνώμη, και αποφασίζουμε ότι δε θα τους ξαναφέρουμε στην Ελλάδα για διακοπές, τι χαζομάρα, τι μας έπιασε, σκεφτόμαστε ότι θα περνάμε τα καλντερίμια μόνοι μας, και θα μυρίζουμε το φουντωτό βασιλικό που ζει όλο το χρόνο στα δάχτυλά μας, κάτι σπάει μέσα μας όταν μένουμε στην Ελλάδα περισσότερο καιρό, ευτυχώς ο σύζυγός μας το καταλαβαίνει. Κάναμε σωστή επιλογή.
Περνάει καιρός, πιάνουμε κι άλλες δουλειές, δεν είναι ότι δε μας κάνει καμία, κάποιες μας κάνουν, αλλά ποτέ δε μοιάζει αρκετό, έχουμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποια βιολογική ανωμαλία που δε μας επιτρέπει να ευτυχήσουμε, ή δεν καταλάβαμε ποτέ τι ήταν η ευτυχία. Θυμόμαστε την πρώτη φορά που ήμαστε στη Ζυρίχη και βλέπαμε εκείνη την παρέα Γάλλων να χαζομιλάνε, και σε κάποιο αεροδρόμιο, με τους φίλους μας, ξαφνικά σωπαίνουμε και καταλαβαίνουμε ότι είμαστε εκείνοι που θαυμάσαμε, χωρίς να γνωρίσουμε, χωρίς να μάθουμε ποτέ, όπως ποτέ δε θα καταλάβουμε τι έγινε σε μας. Ποια σύναψη του μυαλού μας κατρακύλισε, κι έγινε κάτι άλλο, αλλά τελοσπάντων, κάτι έγινε, γιατί ξαφνικά κάπως αλλάζουμε το διάλογο.
Ένα βράδυ πίνουμε ποτά στην Αθήνα με κάποια φίλη, και της λέμε ότι μας λείπει η ευκολία της χώρας μας, ευκολία που σίγουρα έχουμε μπερδέψει με κάτι άλλο, αλλά τελοσπάντων, γίνεται ένα τσικ, και ξαφνικά θέλουμε να γυρίσουμε πίσω. Έρχεται σαν σοκ για όλους και κυρίως για μας, αφού το συζητάμε με πολλούς φίλους, και μερικούς αγνώστους, για να γίνει πιο αληθινό, ή για να πάρουμε επιβεβαίωση, την οποία, ακόμη, δυστυχώς, αποζητάμε.
Είμαστε πια πάνω από 34, 35, και γυρίζουμε πίσω, και γελάμε γιατί όταν φτάνουμε στο αεροδρόμιο του Ελευθέριου Βενιζέλου, λέμε μερσί στον πωλητή εισιτηρίων. Θυμόμαστε ότι δεν ξέραμε να πούμε το λεμόνι γαλλικά, δέκα χρόνια πριν. Πρέπει να ξαναμάθουμε να είμαστε εμείς, το ελληνικό εμείς, ευτυχώς δεν είμαστε μόνοι, βέβαια, εμείς, δεν ήμαστε ποτέ μόνοι μας. Είναι φθινόπωρο, έχει 20 βαθμούς, η αδελφή μας μας παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο, αυτό κάπως μας γειώνει όμορφα. Κάτι καινούριο ξεκινάει.
Some interesting things, this week. The list keeps getting smaller because my threshold for pain diminishes as well
Αυτή τη βδομάδα, στα 102 του, πέθανε ο Lawrence Ferlinghetti, ποιητής, εκδότης, ακτιβιστής, και ιδρυτής του θρυλικού City Lights bookstore στο Σαν Φρανσίσκο. Χωρίς αυτόν, οι μπήτνικ δε θα υπήρχαν. Εδώ, ένα ποίημα του φίλου του Frank O’Hara, από τη συλλογή Lunch Poems, την οποία εξέδωσε ο Ferlinghetti. Όπως είπε μια φίλη, my favorite little book.
Από μια βόλτα στο City Lights, όταν ακόμη ταξιδεύαμε
Frances McDormand doesn’t care about fame
“I made a very conscious effort not to do press and publicity for 10 years in what other people would think would be a very dangerous moment in a female actor’s career, but it paid off for exactly the reasons I wanted it to,” she said. “It gave me a mystery back to who I was, and then in the roles I performed, I could take an audience to a place where someone who sold watches or perfume and magazines couldn’t.”
Επειδή δεν μπορούσα να διαλέξω ένα κομμάτι, έφτιαξα μια λίστα. Is it just me, or is indie music getting better and better?
Let’s take (another) moment to reflect on Britney and the currency of power when you are a teenager
Among all this trauma — Spears’s, mine, that of many women who grew up in the ’90s and early aughts — I can see why a viewer would find relief in concluding that Spears was always in complete control. But it is absurd to discuss her image from that time as though there was not an apparatus behind it, as though she existed in a vacuum where she was figuring out her sexuality on her own terms, rather than in an economy where young women’s sexuality is rapidly commodified until they are old enough to be discarded.
and
At the same time that young women are disadvantaged by age and gender, youth does carry currency, which can be mistaken for power. If you are a woman, however, this currency is not on your terms. When my abuser said he thought that it was I who “had all the power” while he was a hapless, insecure, wealthy, much-older-than-me man who didn’t know what he was doing, I at first believed him. I was in a splashy phase of my career. I did get us into parties. I was insecure, too, and terrified of appearing naïve, but I was also aware that my youth was an asset, no matter how uncertainly I wore it, and from that I could muster up a performance of self-assurance, and so: I was outwardly confident. But as the writer Anna Wiener put it to me, “Confidence is not a vector of power.”
A heartbreaking story about separation, love and Cuba by the New Yorker
My brother was not at all what I expected. He didn’t talk much, and when he did his voice sounded loud and angry. My sister and I were used to having dinner in the living room in front of the TV, but after Poly arrived we began eating together in the small kitchen. I asked Poly continually about Cuba, until my mother told me that my questions were making him feel bad about not having an education or a career. (…) A year later, my mother fell and broke her hip. To the astonishment of the entire family, as she recovered in a rehabilitation center, Poly visited three or four times a week, sitting by her side, sometimes for hours: a stocky, sixty-four-year-old man with trembling hands, his voice loud but less angry.
This is where I leave you.
You know what to do.
Υπέροχο, γάργαρο νερό, χωρίς αναπνοή, σαν καθαρός μπλε ουρανός. Με άγγιξε, κι είναι σαν να είμαστε εδώ μαζί και να μου μιλάς, ταξίδια σου στο χρόνο κι εγώ παρατηρητής, χαρά κι λύπη κι όλη η γλύκα σου για αυτά που άφηνες στο πέρασμα σου. Παιδάκι μου.