Όλες οι μέρες είναι η ίδια μέρα.
Μου περνάει από το μυαλό ότι έχουμε γίνει σαν τις γιαγιάδες, τις άχρονες γιαγιάδες, που πάσχουν ελαφρώς από άνοια, και θυμόμαστε τα πιο παλιά, αλλά ξεχνάμε τα καινούρια, αν τις ρωτήσεις, έχουν αποκλείσει τα ασήμαντα, θυμούνται μόνο γεγονότα που σηματοδοτούν κάτι, ένα γάμο, ένα θάνατο, πότε ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε το ευρώ, ή την έναρξη της ΕΟΚ. Πότε ήρθε ο Καραμανλής στην Ελλάδα από την εξορία ή τα πυκνά του φρύδια. Πριν χρόνια, η δική μου γιαγιά και θυμόταν τον Στέφανο Κορκολή, έλεγε έκτακτος ο Κορκολής, ήταν ο πιο ενδεδυμένος με νόημα σχολιασμός ανδρισμού για τη Μαρθούλα, την αιωνόβια γιαγιά.
Γίναμε λοιπόν όλοι μας σαν τη Μαρθούλα, που μένει τώρα σ’ένα γηροκομείο, και με τα κουρασμένα μάτια της κοιτάζει το τίποτα, όλη μέρα το τίποτα, είναι 97 χρονών, εδώ και μια δεκαετία παρακαλάει να φύγει, γενικά, παρακαλάει για την τελευταία έξοδο, λέει πως την ξέχασαν εδώ κάτω μαζί μας, πως κανείς δεν την ακούει. Μόνη της παρηγοριά το χαμηλό της ζάχαρο, με εντολή γιατρού πρέπει να τρώει κάτι γλυκό κάθε μέρα, καταβροχθίζει σοκολάτες και παγωτά από το Βενέτη, όταν είχαμε αυτοκίνητο για να της τα πηγαίνουμε. Το πουλήσαμε, είχε πολλά έξοδα. Δεν άξιζε τον κόπο. Τώρα προσπαθούμε να κρατήσουμε όρθιο ένα φτηνό κυπελάκι από το περίπτερο, μη λιώσει, η γιαγιά ουδέποτε γκρίνιαξε, βέβαια, έτσι είναι η Μαρθούλα. Απλά, στο βαθύ γήρας, δεν έχει ντροπές, το γραπώνει με όλη της τη δύναμη, μ’όλη της την 97χρονη ύπαρξη.
Είναι ακόμη πιο δύσκολο τώρα και για κείνη, εγώ είμαι πολύ μακριά, και δεν έρχομαι πια, γιατί είπαμε, υπάρχει αυτή η στιγμή που έχει παγώσει ο χρόνος, από τον Μάρτιο του 2020, και δεν μπορώ να ταξιδέψω, και σίγουρα · σίγουρα δεν μπορώ να επισκεφθώ τη γιαγιά μου. Όταν της έκαναν το εμβόλιο δεν είπε λέξη, δεν έλεγε γι’άλλα κι άλλα, θα είχε άποψη γι’αυτό; Δεν ξέρω κι αν καταλαβαίνει προς τι τόσος ντόρος, αν τους τρομοκρατούν στο γηροκομείο, ή μένουν στα πολύ βασικά, δεν επιτρέπονται οι επισκέψεις, υπάρχει ένας ιός, προφυλασσόμαστε, αλλά μην ανησυχείτε. Αισθάνομαι σαν χωρισμένος γονιός και φοβάμαι ότι ο άλλος γονιός δηλητηριάζει τη σχέση μου με το παιδί μου. Ποιος ξέρει τις τους λένε οι υπάλληλοι του γηροκομείου, ή αν η γιαγιά μου σκεφτόταν ότι ήμουν μια απειλή. Ποιος ξέρει αν με θυμάται, και ποια Βάλια θυμάται, πότε με θυμάται, πόσων χρονών είμαι στο μυαλό της · πόσων χρονών είναι εκείνη στο μυαλό της · αν θυμάται το σώμα της, αν το θυμάται σφριγηλό ή πλαδαρό, μακρύ και λιγνό ή συρρικνωμένο, αν θέλεις, τα πάντα γίνονται ένα φιλοσοφικό ερώτημα, μετά από λίγο. Είναι πολύ θρήσκα η Μαρθούλα, και όταν, πιο μικρή, της γκρίνιαζα για τους παπάδες, και την Εκκλησία, και τη διαφθορά, έλεγε να ακούμε τον Κύριο, και αυτός ξέρει, και δε θα αφορίσουμε τα γραπτά του, και τα λόγια του, εξαιτίας ενός κακού καρπού.
Όλες οι μέρες είναι η ίδια μέρα.
Είμαστε το κλουβί μας, άλλοι από εμάς είναι απόλυτα δυστυχείς, ή λίγο, πάντως κανείς δεν είναι απόλυτα ευτυχής. Είναι ένα παρόν που έχει επεκταθεί χρονικά, χωρικά, στην αρχή είχε λίγο την πλάκα του όλο αυτό, παραδόξως, το ζούσαμε σαν κάτι καινούριο, εγώ τουλάχιστον το έβλεπα σαν μια μοναδική ευκαιρία στο χρόνο, πώς να γεμίσω τις μέρες μου χωρίς να βγαίνω έξω, και χωρίς να βλέπω φίλους. Μου έκανε εντύπωση πόσο δε μου έλειπαν τα μπαρ, τα εστιατόρια. Βγαίνανε meme γι’αυτούς που αγοράσανε όλο το χαρτί τουαλέτας του σούπερ μάρκετ τους, γελούσαμε με τους φίλους μας για το αλεύρι που επιτρεπόταν να πάρεις μια σακούλα, όχι παραπάνω, και όλο το άγευστο ψωμί που παράχθηκε, ενώ οι γαμημένοι οι φούρνοι ήταν ανοιχτοί. Δεν είναι αυτή μια οικονομία που πρέπει να υποστηρίξουμε; Η γιαγιά Μάρθα έζησε στην Κατοχή, και το φτιάξεις το δικό σου ψωμί δεν ήταν μια ιντερνετική πρόκληση, αλλά μια ανάγκη. Του συντρόφου μου η γιαγιά έτρωγε ολόκληρα κρεμμύδια, ψημένα στα κάρβουνα, στον πόλεμο, ήταν ό,τι τους είχε μείνει. Εκείνη η γιαγιά, που είναι μερικά χρόνια μικρότερη από τη δική μου, δε θέλει να εμβολιαστεί, γιατί, λέει, οι γέροι πρέπει να πεθαίνουν και να δίνουν τη θέση της στους νέους, αυτοί αξίζει να σωθούν, είναι πεισματάρα, γνώμη δεν της άλλαζες ποτέ.
Σκέφτομαι τη γιαγιά Μάρθα πολύ συχνά, και εδώ και χρόνια περιμένω αυτό το άβολο τηλεφώνημα που δεν έρχεται, που θα μάθω ότι έγινε, ότι έφυγε, και το εισιτήριο του αεροπλάνου που θα κλείσω πάραυτα, ενώ θα προσπαθώ να χωρέσω σ’ένα βαλιτσάκι χειρός κάποιο επίσημο ρούχο, πριν αλλάξω γνώμη και αποφασίσω να πάω με αθλητικά, και μετά ξαναλλάξω γνώμη, γιατί αν ήταν κάτι η γιαγιά ήταν παραδοσιακή και δε θα ήθελα να την κακοκαρδίσω από τον άλλο κόσμο που θα με κοιτάει και θα με καμαρώνει, η καλή μου η γιαγιά. Αυτό το τηλεφώνημα που δεν έρχεται, ίσως και καλύτερα που δεν έρχεται τώρα, στην πανδημία, γιατί βγάλε άκρη, δε θα μπορούσα μάλλον να πάω να τη δω, βέβαια η κηδεία θα ήταν μικρή, πολύ μικρή αφού δεν έμεινε και καμιά τους, όλες έχουν πια φύγει, πατάνε τα εκατό όπου να ‘ναι, όσες μείνανε, πριν λίγα χρόνια έφυγε κι η κυρία Θάλεια, που ήταν η πιο αγαπημένη φίλη της γιαγιάς. Παίζανε χαρτάκι κάθε Δευτέρα, και η κυρία Θάλεια κρατούσε το λογαριασμό, στο τέλος της χρονιάς κάνανε τα μαθηματικά τους και η γιαγιά η Μάρθα μου έλεγε, έβγαλα 1200 δραχμές φέτος, δεν είναι κι άσχημα, παίζανε Θανάση και κουμκάν, θαρρώ, κάθε Δευτέρα, τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ψυχοθεραπεία ομαδική και πιο φτηνή από την κανονική, εκεί λέγανε τα βρώμικα αστεία τους, εκεί συζητούσαν τα σήριαλ που βλέπανε κάθε μεσημέρι, εκεί παραμιλούσαν για τους συζύγους τους που θάψανε, όλοι τους πεθάνανε πολύ νωρίτερα και δεν τις ρωτήσαμε κιόλας, σας αγάπησαν; Ξέρανε πώς;
Όλες οι μέρες είναι η ίδια μέρα.
Είναι παράξενο πράγμα ο χρόνος, θέλω να πω, το ξέραμε, δε λέω κάτι καινούριο, αλλά είναι παράξενο πώς δε γυρνάει πίσω και κάθε μέρα έχουμε και περισσότερα κύτταρα να αργοπεθαίνουν, της γιαγιάς μου τα κύτταρα δεν αναπαράγονται, αλλά δεν την αφήνουν και να αναπαυθεί, κι εκείνη περιμένει καρτερικά, ενώ μας διηγείται ιστορίες από το Λουγκάνο, που πήγανε πολλές φορές με τον παππού το Βαλάση, που ήταν έμπορας και την είχε στα όπα-όπα. Ωραία ζωή, ποτέ της δεν παραπονέθηκε, και αν ήμουν θρήσκα, θα ευχαριστούσα το Θεό που μια τέτοια γυναίκα πέρασε μια ωραία ζωή, κατά τα λεγόμενά της. Γιατί μια χειρότερη ζωή δε θα της άξιζε, βέβαια μπορεί και να μην ήταν τόσο όμορφη, ποιος ξέρει και ποιος θα μάθει, γιατί ποτέ της, ποτέ της, δεν γκρίνιαξε. Είναι δύσκολο να κρατήσω πια επαφή μαζί της, δεν ξέρει από τεχνολογία, δεν ακούει καλά, πώς να την πάρω τηλέφωνο, νιώθω κιόλας ότι κάθε κίνησή της, κάθε λέξη της είναι μια προσπάθεια, δε θέλω και να την κουράζω, σκέφτομαι πόσο μοιάζουν οι γέροι με τα μωρά, πριν από κάποια ηλικία και μετά από κάποια ηλικία δεν έχουν τίποτα να δείξουν ή να πουν, κάθονται απλώς εκεί και περιμένουν το επόμενο γεύμα τους, ή έναν υπνάκο το μεσημέρι, κάτι να περάσει η ώρα, κι εμείς τους παρατηρούμε, και φυσικά, φυσικά, είναι πιο λείο στο μάτι να παρατηρείς ένα μωρό από έναν ηλικιωμένο και πιο ελπιδοφόρο. Εγώ σκέφτομαι, όταν σκέφτομαι τη γιαγιά ότι πρέπει να κάνω ένα μωρό, για να το δει η γιαγιά, όχι γιατί αυτό περιμένει για να φύγει, αλλά μου το είπε, αν μου κάνεις ένα δισέγγονο θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, το είπε, και συγκινήθηκα, γιατί η γιαγιά δε ζητάει τίποτα, αλλά υπάρχει μια αίσθηση εξέλιξης, συνέχειας, και δεν ξέρω τι άλλο, αλλά το μωρό αργεί, όχι γιατί δεν το θέλουμε, αλλά γιατί κάποια πράγματα είναι πιο χρονοβόρα από άλλα. Ή κάποιοι είναι πιο τυχεροί. Χαλάλι.
Αυτή η τυχαιότητα της ύπαρξης είναι ένας γρίφος για μένα, το φαντάζεσαι ότι η σήμερα η γιαγιά κλείνει 37 χρόνια παραπάνω ζωής από τον πατέρα μου; Δηλαδή η γιαγιά έχει ζήσει μια ολόκληρη εγώ παραπάνω από κείνον. Δεν είναι να τρελαίνεσαι; Κάνω τέτοια μαθηματικά καμιά φορά στο μυαλό μου, δεν ξέρω καν ποιον ωφελούν, αλλά ποιον ωφέλησαν ποτέ τα μαθηματικά, εκτός από την κυρία Θάλεια;
Ποτέ δεν πίστευα ότι όλες οι μέρες θα είναι η ίδια μέρα, ειδικά από τότε που παράτησα τα γραφεία με τους υπερόπτες σύμβουλους επιχειρήσεων. Εμένα η ζωή μου θα είναι γεμάτη συγκινήσεις, θα φώναζα άλλοτε, σαν κακοδιατηρημένη έφηβη, αλλά δες που φτάσαμε, εδώ και ένα χρόνο γυρνάμε γύρω από τον εαυτό μας, και κυρίως, πλέον, δεν ξέρουμε γιατί, γιατί ούτε τη γιαγιά μου βοηθάει, ούτε εμένα, ούτε το γείτονά μας. Ποτέ δεν είχαμε αισθανθεί τόσο συλλογικά ένα συναισθηματικό βάρος αυτού του βεληνεκούς, και τόση πολιτική βλακεία, τόσες ασυνάρτητες δηλώσεις, και απρόσωπα μέτρα, και πολεμικές μεταφορές. Ποτέ δεν είχα αισθανθεί τόσο άχρηστη. Και ταυτόχρονα αυτή η αδράνεια με ωθεί στη δημιουργία, έχασα τη δουλειά μου, έπρεπε κάπως να γεμίσω το χρόνο μου, ξεκίνησα πάλι να γράφω, να δημοσιεύω, να μοιράζομαι το μέσα μου, και καμιά φορά · καμιά φορά νομίζω ότι έχει αξία αυτό, δηλαδή κάποιοι το διαβάζουν και κάτι τους λέει, θα ήθελα να διαβάσω αυτό το σημείωμα στη γιαγιά μου. Δεν ξέρω αν σας το είπα, αλλά είναι ο αγαπημένος μου άνθρωπος στον κόσμο. Η αιωνόβια Μαρθούλα, αυτή που άντεξε κατοχές, εμφυλίους, χούντες και τον Ανδρέα Παπανδρέου - που μπορεί να την αναστάτωσε το περισσότερο- η άχρονη Μαρθούλα, που δεν είπε ποτέ τίποτα κακό για κανέναν, και είναι εκεί, καθισμένη σε μια αναπηρική πολυθρόνα, λιπόσαρκη, με τα μακριά όμορφα δάκτυλά της αδρανή, να κοιτάζει το κενό, να θυμάται κάποιο ταξίδι, έναν ωκεανό από ασύνδετες μνήμες, ένας ευχάριστος, άμορφος, πολτός, ή μια θολή λήθη, όλοι γύρω της φιγούρες, που δε θυμάται εάν είναι εκεί ή έφυγαν, να περιμένει, να περιμένει, να περιμένει.
Όλες οι μέρες είναι η ίδια μέρα.
Θέλω πάρα πολύ να γράψω για το fat shaming και να έχω κάτι να πω, αλλά προς το παρόν διαβάζω, και με ενθουσιάζουν συγγραφείς όπως η Roxane Gay που πάει να βγάλει άκρη για το γιατί μισούμε με τόσο πάθος το πάχος στο νιουζλέτερ της: We are all fragile creatures και όλα ξεκίνησαν από ένα αθώο ντόνατ
But I work, every day, to believe I have a right to take up space and hold my head high. I have to remind myself that I have a right to leave my house and hold my head high and move with confidence. I have a right to take care of myself by cooking. I have a right to hate exercise even though I grudgingly do it. I remind myself that I am strong and capable and healthy. I remind myself that I have a right to feel attractive. I have a right to be loved. And then a family member tells me, over and over, that it looks like I’ve gained weight, or a man in the airport tells me to “move, fat ass,” or I notice someone staring at me with thinly veiled contempt, or a Google alert accidentally takes me to an online forum dedicated to insulting my body and my personality and my writing but mostly my body.
Είναι το μέλλον της ψυχικής υγείας τα apps? Ένα long read από το The Cut, που μπορεί μπορεί και όχι να με κάνει να με κάνει να γράφω πιο μακριά μηνύματα στην καλύτερη μου φίλη
Και επειδή το ένα πράγμα φέρνει τ’άλλο, μου φαίνεται πολύ πρωτότυπο να μιλάνε για ψυχική υγεία και δημοσιότητα και τεχνολογία και πανδημία μουσικά πρόσωπα. Η Julien Baker έχει κάτι να πει σ’αυτό το πόντκαστ, άκου την
Καινούρια λίστα. Μπορεί να νικήσει κανείς τις πιθανότητες;
Αν την ήξερες και δεν το έλεγες, ντροπή σου. Η Σεμέλη μας έχει όλους για πρωινό. Το πιο refreshing λινκ της εβδομάδας
A case about bullshit jobs - I feel it can speak directly to so many of us
Back at my desk I sit and slowly collect money that I can use to pay the rent on my apartment and on food so that I can continue to live and continue to come to this room and sit at this desk and slowly collect money.
΄Ενα διήγημα από την Joyce Carol Oats, δε μ’αρέσει να γράφω διθυράμβους αλλά, oh man, αν κάποιος ξέρει να γράφει: Ηeat
This polygamous family made me think about polygamy (haven’t decided how I feel about it but don’t miss this New Yorker documentary if you call yourself progressive)
Αν έφτασες εδώ κατά λάθος, αυτό είναι το newsletter μου, Don’t tell me how it ends. Aν θες να διαβάζεις κάθε Κυριακή πρωί ένα προσωπικό essay με πολλά ερωτηματικά και ελάχιστες απαντήσεις, I’m your girl. Welcome to my messy world. 👇
Το μικρό βιβλίο της ζωής μου, η μανούλα μου μέσα από την καρδιά σου, χωρίς αλλα λόγια γιατί τα είπες όλα τόσο καλά. Σε ευχαριστώ πολύ, κι αν μπορούσα να πάω να της το διαβάσω...τι χαρά να σε ακούσει, θα ρωτούσε μόνο είναι καλά το μικρό μας ;; ξέρεις καλά ότι είσαι στη καρδιά της ακόμη κι όταν το μυαλό της παίζει παιχνίδια, διπλής σημασίας αυτή η αγάπη της για σένα, έχεις το όνομα του Βαλαση της. Έστω. Παίρνω μια βαθιά αναπνοή, είμαι τυχερή που είστε όλες στη ζωή μου. Φιλί.