Δεν ξέρεις να ξεχωρίσεις το συμβατικό από το προοδευτικό. Από τους γάμους από έρωτα ή για να ξεφύγεις από τους γονείς σου τη δεκαετία του ‘50. Κάποια Ισμήνη, ή Ασπασία, ή Τερψιχόρη, είχες όνειρα που μοιραζόσουν με τις φίλες σου όταν συναντιόσασταν στη μοδίστρα. Τότε που γλίτωνες από έναν ζυγό για να κερδίσεις έναν άλλο. Δεν το καταλάβαινες ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν είχες μάθει αλλιώς, κανείς δεν έκανε αλλιώς, δεν είχες μέτρο σύγκρισης. Ήσουν ευγενική, ευπροσήγορη, ανεκτική και γλυκιά, και έκανες σωστή δουλειά. Έπρεπε να περάσει άλλη μια δεκαετία. Όχι ότι σ’αυτούς τους γάμους δεν ήθελες να γλιτώσεις από τους γονείς σου, αλλά ήταν ότι δε σε είχε μάθει κανείς να παλεύεις για να πετύχεις κάτι και να είναι δικό σου. Έπρεπε να παντρευτείς, για να αποκατασταθείς, που έμοιαζε μια καλή λύση γιατί οι δουλειές που έκαναν οι γυναίκες δεν ήταν και πολύ θελκτικές. Οι άντρες είχαν περισσότερες επιλογές, και σε δουλειές και σε γυναίκες. Κάθε πιθανός τσακωμός οριζόταν ως γυναικεία υστερία και μπορεί να οδηγούσε σ’ένα εξωσυζυγικό δεσμό και δεν ήταν παράξενο αυτό, ούτε καν παράτολμο. Τι περίμενες; Βέβαια, τότε είχες τη δυνατότητα να ψηφίσεις ή να έχεις λογαριασμό στην τράπεζα, αλλά για τι καλό; Σάμπως είχες δικά σου χρήματα για να επηρεάσεις εκλογές, ή έστω να ξεφύγεις από έναν βίαιο σύζυγο, ή να αρχίσεις έναν δεσμό κι εσύ με κάποιον συνάδελφό του; Αυτά άκουγες από κάποια φίλη σου ή κάποια ξαδέλφη, και έκανες το σταυρό σου που ο Οδυσσέας δεν ήταν έτσι, και σε σεβόταν. Μπορεί και να σ’αγαπούσε. Παρόλο που δε στο είπε ποτέ. Είχες μια φίλη σου σχολείο που ανήκε στην εξαίρεση, και έπιασε δουλειά μια δεκαετία νωρίτερα από το συνηθισμένο. Τη δεκαετία του ‘80 αυτές έγιναν ο κανόνας. Κάποιες γραμματείς, ή δασκάλες, ή πιο σπάνια κόρες προοδευτικών γονιών, που δεν πάντρευαν τις κόρες τους, αλλά τις έστελναν στη Γερμανία να σπουδάσουν ορθοδοντική. Μπορεί, μπορεί και όχι, να γνώριζαν το σύζυγό τους εκεί, ήσουν κάποιος μεταπτυχιακός φοιτητής με στραβή οδοντοστοιχία και απομεινάρια ακμής. Μπορεί να σε ερωτεύονταν. Ή μπορεί να γύριζαν πίσω και να έπιαναν διαμέρισμα στην πλατεία Μαβίλη, ενώ οι γονείς τους έμεναν σταθερά στο Χαλάνδρι. Μπορεί και να μην παντρεύονταν ποτέ, αλλά αυτό ήταν το ρεύμα λίγο αργότερα. Τη δεκαετία του ‘90 δεν παντρεύονταν γιατί έβλεπαν πολλή τηλεόραση, πολλές σαπουνόπερες, και όταν βγαίνατε τα αγόρια με τα κορίτσια στερεύατε από κουβέντες, γιατί τα σήριαλ προχωρούσαν πολύ αργά και οι δουλειές σας ήταν κλητήρες σε τράπεζες, για σένα, ή νοσοκόμα για εκείνη. Κάποιοι που δεν είχαν τηλεόραση, ή είχαν μια μικροσκοπική, κλεισμένη σε μια ντουλάπα, παντρεύονταν. Είχαν τα πρώτα κινητά, τα φόρτιζες όλη νύχτα και δε χωρούσαν καν στον χαρτοφύλακά σου. Τα παιδιά τους, αν ήταν στο γυμνάσιο, κοκορεύονταν στους φίλους τους ότι ο μπαμπάς είχε κινητό, για τη δουλειά του. Μερικές φορές ο μπαμπάς είχε χάσει τη δουλειά του, και η μαμά το ήξερε, και η ερωμένη του μπαμπά το ήξερε, όπως ήξεραν και οι τρεις ότι ο γάμος είχε τελειώσει και το ειδύλλιο είχε τελειώσει, και ήξεραν κι οι τρεις ότι η πικρία, οι τσακωμοί και οι κακίες θα κρατούσαν χρόνια, σχεδόν μέχρι ένας καρκίνος να αποτελειώσει τον σύζυγο, όταν πια θα είχε χωρίσει την μαμά, και την ερωμένη, που είχαν ή δεν είχαν το ίδιο όνομα. Τη δεκαετία του 2000 αυτοί είχαν χωρίσει, και κάποιοι προβοκάτορες άρχισαν πάλι να παντρεύονται, χωρίς να διαβάζουν τους τίτλους στις εφημερίδες ή να ακούνε τους γονείς τους. Το οποίο δεν ήταν καθόλου παράλογο, γιατί κανείς δεν άκουσε ποτέ τους γονείς του σε τέτοια ζητήματα, και η Ιστορία λέει ότι είναι σχεδόν κωμικό να θέλεις τα ίδια πράγματα με τους γονείς σου. Βέβαια, δεν μπορείς να πηγαίνεις κόντρα στους γονείς σου ενώ κοιμάσαι στο παιδικό σου δωμάτιο, και τρως παστίτσιο και μουσακά και φασολάκια λαδερά τα μεσημέρια. Ενώ η καημένη η μάνα σου σου δίνει κρυφά χαρτζιλίκι και δανείζεσαι τ’αμάξι της για να χουφτώνεσαι ακούγοντας The Killers, επειδή το κορίτσι που σ’αρέσει είναι ντιτζέι σε κάποιο αθηναϊκό μπαρ, που την κάνει πολύ ροκ, αλλά σε λίγο θα σε κολλήσει λοιμώδη μονοπυρήνωση, εσένα κι άλλους τρεις που μπαλαμουτιάζει σταθερά σ’αυτό το μπαρ σ’ένα αδιέξοδο, σ’ένα δρόμο που δεν έχει γίνει ακόμη κακόφημος, αλλά θα γίνει, τελεσίδικα, τη δεκαετία του 2010. Δεν την παντρεύεσαι τη ροκ ντιτζέι, χωρίς να φταίει η μονοπυρήνωση, αλλά περισσότερο ότι φεύγει στο Παρίσι για να ξεφύγει από μια βαρετή πρωινή δουλειά, που όμως τη βοήθησε να μαζέψει λεφτά στην άκρη για να πει ένα άντε μου στο διάολο σ’έναν αλκοολικό πατέρα, που όμως θα πεθάνει από κήρωση ήπατος μερικούς μήνες μετά και δε θα μπορέσει να πάει στην κηδεία γιατί θα έχει χιονίσει και όλη η Ευρώπη θα έχει παραλύσει. Όταν θα έρθει για να βρει τη μάνα της, θα πας στο σπίτι της να της κάνεις πρόταση γάμου, γιατί δε θα θες να ξαναγυρίσει στο Παρίσι, αλλά θα πέσεις πάνω σ’έναν Γκοτιέ ή σ’έναν Ερίκ, και στη μάνα της, που, κομμένη απ’τα ξενύχτι και την στεναχώρια για τον αλκοολικό πατέρα, για ένα πράγμα είναι ευγνώμων: για τον Γκοτιέ ή τον Ερίκ. Και η κόρη θα είναι αμήχανη, και δε θα παίζει πια ντιτζέι σε μπαρ, ούτε θα έχει ροζ μαλλιά, και σίγουρα - σίγουρα - δε θα κολλάει πια λοιμώδη μονοπυρήνωση. Σε εκείνη τη δεκαετία δε θα παντρεύονται σχεδόν καθόλου στα 20 τους, αλλά στα 30 τους, με πολιτικούς γάμους, που δεν ευχαρίστησαν κανέναν γονιό, και φυσικά κανέναν παππού και γιαγιά που όπως όλοι ξέρουμε είναι οι στυλοβάτες της οικογένειας. Πόσα πράγματα δεν έκανες επειδή δεν άρεσαν στη γιαγιά σου; Κανένα. Αλλά ορκίζεσαι ότι αυτήν αγαπάς πιο πολύ απ’όλους, γιατί είναι μαγική και γλυκιά και έχει μια αμυδρή προφορά από την Κρήτη, αλλά δεν πίνει τσικουδιές. Για την ακρίβεια, έχει να πιει από τότε που έθαψε τον παππού, που τον θυμάστε όλοι κάθε 3 Σεπτέμβρη, με κόλυβα που είναι τόσο νόστιμα που αισθάνεσαι τύψεις όταν τα καταβροχθίζεις. Το κορίτσι που θες να παντρευτείς δεν τα τρώει γιατί έχουν ζάχαρη, και παρακολουθεί στο ίντερνετ όλους τους γκουρού της διατροφής, σου μιλάει με λέξεις που δεν έχουν πια καμία σημασία για σένα, γιατί έχει αδυνατίσει τόσο που νιώθεις ότι θα γλιστρήσει από τα χέρια σου, αλλά δε θα συμβεί, γιατί δεν έχει πού να πάει. Σου λέει ότι δεν θέλει να σε παντρευτεί. Δεν πτοείσαι και για τα επόμενα 3 χρόνια τη ρωτάς 8 φορές και ποτέ δε χωρίζετε, ούτε όταν κάνει έκτρωση και στο λέει μετά. Οι φίλοι σου τη μισούν, και προσπαθούν να σου γνωρίσουν άλλα κορίτσια, αλλά από τον παππού έχεις πάρει την ξεροκεφαλιά. Η στάρταπ στην οποία δουλεύεις πάει καλά, αλλά αισθάνεσαι γέρος, και ο πατέρας σου λέει ότι γέρος αισθανόσουν στα 50 σου, και όχι στα 33 αλλά, είναι 2018 και είσαι τόσο όσο ώστε να αισθάνεσαι ότι έχεις μείνει πίσω. Προσπαθείς να κάνεις φίλους στη δουλειά, αλλά είναι άλλες οι αναφορές, μαθαίνεις όλο καινούρια πράγματα που δεν έχουν καμία αξία, ούτε καν για τα πιτσιρίκια, εφόσον καθετί έχει ημερομηνία λήξης σίγουρα πιο κοντινή από τα φυτικά γάλατα που καταναλώνουν αβέρτα όλα τα κορίτσια. Μόνο τότε το κορίτσι σου ξυπνάει, και αρχίζει να σου λέει ότι ίσως η ένατη φορά να είναι η καλή και μήπως να παντρευόσαστε. Δεν είναι ότι οι συνάδελφοι σου είναι καλύτερες, ή πιο όμορφες, ή έστω φρέσκιες, αλλά κάπου έχει χάσει το μυστήριο του όλο αυτό. Ο γάμος, στο μυαλό σου, σήμαινε κάτι κοντά σε μια καινούρια αρχή, σε μια καινούρια ζωή, ακόμη κι αν αυτό ακούγεται παρωχημένο, πάντως όχι σαν ένα συμβιβασμό. Επίσης, δεν είσαι συγκεντρωμένος. Από σπόντα, μαθαίνεις ότι ο πατέρας σου είχε δεσμό με μια γυναίκα τα τελευταία 17 χρόνια, της είχε αγοράσει ένα διαμέρισμα στη Γλυφάδα και είχε υιοθετήσει το γιο της. Η μάνα σου σταματάει να μιλάει, βυθίζεται σε κάτι δικό της, και δεν ξέρεις τι να βγάλεις από αυτήν την κατάσταση, την στέλνεις στην αδελφή της στο χωριό και κάπως στρώνει, αλλά δε θέλει να γυρίσει και μαθαίνεις ότι περνάει δύο ή και περισσότερες ώρες στη συντροφιά μιας κατσίκας, και δεν είναι αστείο, είναι αυτό που είναι. Ο γάμος δε χάνει κάτι για σένα, δεν επαναλαμβάνεις τα λάθη των γονιών σου, παρόλο που είναι ξεκάθαρο ότι κανείς από τους δυο τους δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος από την χαρά των άλλων. Ούτε καν τη δική σου. Δεν είναι ταιριαστό. Το κορίτσι που έλεγε συνέχεια όχι σε εκλιπαρεί να του δώσεις μια άλλη ευκαιρία αλλά έχεις γκώσει, δε θες να τη δεις, δε θες να δεις κανέναν, και σου κάνει εντύπωση που το πήρες τόσο βαριά όλο αυτό με τους γονείς σου. Ο πατέρας σου προτείνει να γνωρίσεις το γιο που υιοθέτησε, δεν πιστεύεις στ’αυτιά σου, αντιλαμβάνεσαι ότι το 2019 συμβαίνουν πράγματα, αξιοπερίεργα πράγματα, χειρότερα απ’αυτά που συμβαίνουν στην οικογένεια σου, αλλά δεν μπορείς να σκεφτείς κανένα απ’αυτά, ακόμη κι αν σου κολλήσουν ένα πιστόλι στον κρόταφο. Νομίζεις ότι γλίτωσες απ’όλο αυτό, και χαίρεσαι στη μοναξιά σου, γιατί έστειλες και γονείς και κορίτσι σε κάποιο υγρό, μακρινό μέρος, αλλά το 2020 δεν είναι μια όποια χρονιά και σίγουρα δεν είναι η καλύτερη χρονιά να πειραματίζεσαι με τη μοναξιά. Ο αγαπημένος σου θείος πεθαίνει από τον ιό, είχες μήνες να του μιλήσεις στο τηλέφωνο, μιλούσατε γαλλικά συνήθως, που τα θυμόσουν από τις σπουδές σου, και εκείνος είχε πάρει σύνταξη και ζούσε στο Μονπελιέ. Περισσότερο σε θλίβει αυτό παρά το ότι είσαι μόνος σου. Κάτι καταλαβαίνεις, τελικά. Σκεπτόμενος τη γιαγιά σου, τη μάνα σου, τον πατέρα σου, το κορίτσι, κάτι καταλαβαίνεις. Είναι ένα συναίσθημα που επιπλέει στην εξωτερική στρώση της συνείδησής σου. Προφανώς, το 2020 δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ειπωθεί για το θεσμό του γάμου. Αλλά εσύ το πας παραπέρα. Είσαι πεπεισμένος ότι θα μείνεις μόνος, και ο ιός σε βοηθάει να το συνηθίσεις. Φοράς μάσκες παντού, και στο σπίτι σου και έξω, οι φίλοι σου τηλεφωνούν και δεν τους απαντάς ποτέ, το κορίτσι πού και πού ζητάει τα νέα σου αλλά διαγράφεις τα μηνύματα της. Δεν ξέρεις πού εντάσσεσαι, και ποια είναι τα πιστεύω σου. Σε εκπλήσσει πώς πριν από μερικά χρόνια κοίταζες μπροστά και έβλεπες ένα μέλλον με το κορίτσι, ένα παιδί, μια συνέχεια. Οι γονείς σου κατηγορούν ο ένας τον άλλο, σε σένα, όποτε σηκώνεις το τηλέφωνο, επομένως σταματάς να το κάνεις. Τρως ελαφριά και χάνεις βάρος. Όταν πια έχεις μείνει μια σταλιά, κλείνεις τα μάτια σου, πεπεισμένος ότι αν ζούσες μερικές γενιές πιο πριν μπορεί να έσωζες τον κόσμο. Διάολε, μπορεί και να έσωζες τον εαυτό σου.
Unread messages by Sally Rooney
Ever thought “wow, this feels too familiar?” Cat Person, Kristen Roupenian and its real-life inspiration
Read a very moving newsletter - Helena Fitzgerald’s Griefbacon
Love songs are hoping to fail; love is a ruinous and unlikely prospect. It offers little in the way of material gain, it is inefficient and wasteful, wasteful of time, of resources, of energy, of our hearts and our long days that get shorter as we use them up by mooning over somebody who isn’t even all that special.
Αν έφτασες εδώ κατά λάθος, αυτό είναι το newsletter μου, Don’t tell me how it ends. Aν θες να διαβάζεις κάθε Κυριακή πρωί ένα προσωπικό essay με πολλά ερωτηματικά και ελάχιστες απαντήσεις, I’m your girl. Welcome to my messy world. 👇