Σήμερα θα μιλήσω για τον έλεγχο. Για το ποιος τον κατέχει, και πώς τον αποκτά· αν αυτός ο έλεγχος είναι κάτι γραμμικό, κάτι που περνάει από πρόσωπο σε πρόσωπο, και ποια είναι η θέση του φύλου, κι έπειτα του γένους, σ’αυτό· αναγκαστικά θα μιλήσω για την πατριαρχία. Θα προσπαθήσω να το κάνω με τρόπο ελαφρύ, γιατί αξιολογώ ότι τελευταία η επικαιρότητα είναι τόσο σκοτεινή που κανείς μας δεν αντέχει άλλο μαύρο. Επίσης, γιατί ο σύντροφός μου, που δε μιλάει ακόμη καλά ελληνικά, τις προάλλες, αφού διάβασε για πρώτη φορά σε μετάφραση το νιουζλέτερ μου, με ρώτησε, γράφεις πάντοτε τόσο λυπητερά, ή κάποια κείμενα σου είναι χαρούμενα; Εκνευρίστηκα στην αρχή, υποστήριξα ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαβάζει μελιστάλακτες σούπες, και κανείς ευτυχισμένος δεν έγραψε ποτέ κάτι που να αξίζει, γιατί για να αξίζει κάτι πρέπει να βγαίνει από τα σωθικά σου, πρέπει να χάνεις ένα κομμάτι από το στομάχι σου. Κανένα κείμενο μου δεν είναι χαρούμενο, και μόνο, του είπα· θα ήθελα βέβαια να πιστεύω ότι κανένα δεν είναι και μόνο θλιβερό. Το να αναζητάς την αλήθεια, δυστυχώς είναι μια ισοπεδωτική επιχείρηση, σίγουρα δεν είναι μια βόλτα στο πάρκο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις, του εξήγησα, είναι να την παρουσιάσεις με κάποιον λιγότερο ζοφερό τρόπο. Να την ειρωνευτείς. Δεν έχω απάντηση για το σύντροφό μου, εκτός από το πολύ ερειστικό, πουλήστε μου μια πραγματικότητα που έχει μέσα λίγο χιούμορ και ελαφρότητα και θα σας γράψω μια ρομαντική κομεντί.
Σήμερα θα μιλήσω για τις υγιείς σεξουαλικές διαθέσεις· και πώς αυτές, όταν κατασταλάζουν σε έφηβα κορίτσια, παραποιούνται και ευτελίζονται, και προκαλούν χαρακτηρισμούς, άδικους και απερίσκεπτους. Και πως τα αγόρια της ίδιας ηλικίας, δεν έχουν μάθει να τους φέρονται με αγάπη, αλλά τις γεμίζουν με ντροπή, και αυτό είναι κάτι το αναμενόμενο και δεν ξαφνιάζει κανέναν. Τα αγόρια θέλουν κορίτσια που από τη μία κρατάνε κάτι αγγελικό από την παιδικότητά τους που δεν έχει ακόμη εξαφανιστεί, αλλά από την άλλη είναι γρήγοροι στο να στολίσουν με κάποιον υποτιμητικό χαρακτηρισμό ένα κορίτσι που ξεφεύγει από την παρθένα εικόνα που έχουν δημιουργήσει. Δεν υπάρχει κανένα σενάριο στο οποίο ένα κορίτσι δεν είναι μια αναπαράσταση κάποιου ρόλου που έχει εναποθέσει στο κεφάλι του η κοινωνία, και η συλλογική συνείδησή μας. Τίποτα δεν είναι αυτόφωτο, τίποτα δεν λειτουργεί ανεξάρτητα.
Το πρώτο ενήλικο αγόρι που ερωτεύτηκα, ήταν 24, κι εγώ 17. Ήταν ένας όμορφος, σγουρομάλλης Αλεν Ντελόν τύπος, με μαρξιστικές τάσεις, και ελευθέριες διαθέσεις. Την πρώτη φορά που κάναμε σεξ, που ήταν και η πρώτη μου φορά, στο πλυσταριό του σπιτιού της γιαγιάς του, στη Σίφνο, κατεβήκαμε τα σκαλιά της Απολλωνίας, και με αποχαιρέτισε πίσω από ένα απορριμματοφόρο. Με φίλησε στο στόμα, και μου ψιθύρισε: Αυτό μας ταιριάζει. Να φιλιόμαστε πίσω από ένα σκουπιδιάρικο. Η έφηβη καρδιά μου, που είχε μέχρι τότε μόνο πάρε δώσε με άγαρμπους ανήλικους που άκουγαν σκληρό ροκ της περασμένης δεκαετίας και μύριζαν ακόμη λυκειακό ιδρώτα, έχασε έναν χτύπο. Ένα τέτοιο αγόρι θέλει την παρέα μου, την προσοχή μου, το σάλιο μου. Ένα αγόρι που λέει λέξεις όπως τελματικός, και υποδόριος. Μερικές μέρες μετά, παρόλο που είχε καταστεί σαφές ότι το αγόρι δεν είχε σκοπό να ακολουθήσει κάποιον παραδοσιακό τρόπο κορταρίσματος, με προσκάλεσε να πάμε σινεμά, σε κάποιο συνοικιακό κινηματογράφο στην Αθήνα. Αν ήταν στο χέρι μου, θα είχα άλλα σχέδια για το δεύτερο ραντεβού μας: είχα μόλις ανακαλύψει το σεξ, και παραδόξως, σ’αυτό, δεν είχε εγγραφεί ακόμη η έννοια της ντροπής, όπως θα συνέβαινε αργότερα. Πήγαμε σινεμά, πάντως, και η ταινία καθιέρωσε το υποκοριστικό μου για τους επόμενους μήνες που θα κάναμε παρέα.
“Λολίτα, φως της ζωής μου, φλόγα των λαγόνων μου. Αμαρτία μου, ψυχή μου. Λο-λί-τα: της γλώσσας η άκρη τρέχει τρεις φορές στον ουρανίσκο, για να χτυπήσει με την τρίτη απαλά πάνω στα δόντια. Λο. Λι. Τα.”
Δεν έχεις αυτενέργεια στα 17 σου, όχι ακόμη, δεν έχεις. Κι αν έχεις, δε σου βρίσκεται πρόχειρη όταν ένας γοητευτικός και μεγαλύτερος άνδρας σε βαφτίζει Λολίτα. Τρυπώνεις στο ρόλο σου εύκολα, είναι ένα κοστούμι που θα δοκιμάσεις, και θα σου πάει, και θα αισθανθείς περήφανη νιώθοντας ότι οδηγείσαι στον πραγματικό εαυτό σου. Ότι είσαι αυτό το νεαρό κορίτσι, πιο ώριμο από την ηλικία του, που μπορεί να οδηγήσει έναν ενήλικο άνδρα στο έγκλημα. Το ότι σε αποκαλούν Λολίτα, παιδίσκη και φιλήδονη, σου δίνει όλη τη δύναμη. Έτσι νιώθεις δηλαδή. Είναι μια απόδειξη ότι αφήνεις πίσω σου τον κόσμο στον οποίο αρνείσαι ότι ανήκεις ακόμη, που έχει ανάγκη από υποστήριξη, σταθερότητα και σαφείς οδηγίες του πώς να πορευτείς, και ροβολάς προς τον κόσμο των ενηλίκων, που δε χρειάζονται πατ πατ στην πλάτη, και οδηγίες χρήσεως. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, πριν κλείσω τα 18, το μπλαζέ αγόρι μου θα έλεγε πως είχα παραμεγαλώσει, και θα έψαχνε κάποιο άλλο πιπίνι στη θέση μου, και το ανορθόδοξο ειδύλλιό μας θα έληγε πάραυτα, όσο αναίμακτα είχε ξεκινήσει.
Κάθε νέα γυναίκα έχει μερικούς σκελετούς στην ντουλάπα της· ιστορίες που όταν τις σκέφτεται σφίγγει το στομάχι της, και αναρωτιέται, αν είναι τυχερή και έχει ξεφύγει από τον κλοιό τους, πότε απέκτησε τον έλεγχο, και αν έχει αντικρίσει, ως ενήλικας, αυτόν που την πλήγωσε. Πριν γίνω επίσημα η Λολίτα εκείνου του αγοριού, και ενώ ήμουν πιο κοντά στην ηλικία της αθάνατης περσόνας του Ναμπόκοφ (θυμίζω ότι το αντικείμενο του πόθου του Χάμπερτ ήταν 12 ετών όταν, ο αφηγητής υποστηρίζει, τον σαγήνευσε και βασάνισε) απέκτησα μια στενή σχέση μ’έναν καθηγητή μαθηματικών.
Ήμουν 15 ετών. Δεν ήμουν καλή στα μαθηματικά. Ήμουν τεμπέλα και τα παρατούσα εύκολα. Ο εν λόγω καθηγητής είχε ευέξαπτο χαρακτήρα και το συνήθειο να ουρλιάζει στους μαθητές του. Είχε, όμως, και τη φήμη ότι καταλάβαινε τον ψυχισμό των εφήβων. Είχε χιούμορ και δε μας κάρφωνε όταν καπνίζαμε στα κρυφά. Ήταν ένας από εμάς, μπορούσαμε να μοιραστούμε τα μυστικά μας μαζί του και θα μας συμβούλευε, ένας προσιτός ενήλικας ανάμεσα στα εργοστάσια ορμονών και τεστοστερόνης της άγουρης ηλικίας μας. Στα διαλείμματα, τριγύριζε συχνά στο πραύλιο και αυτό που, εθιμοτυπικά, αποκαλούσαμε το Δάσος.
Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε η σχέση μας. Δεν ξέρω κι αν ήταν ακόμη καθηγητής μου. Νομίζω πως είχε προταθεί να κάνω κάποιο δίωρο έξτρα μαθηματικών, ένα απόγευμα την εβδομάδα, μαζί με άλλους μαθητές, και το λαχείο ήταν αυτός ο καθηγητής. Ήξερε να εξηγεί· το μάθημα άρχισε να γίνεται ενδιαφέρον. Το πλησίασμα, πέραν του σχολικού προγράμματος, συνέβη στην τριήμερη εκδρομή της δευτέρας Λυκείου, όταν πλέον ήταν καθηγητής μου. Στο ξενοδοχείο έμεναν και οι καθηγητές/συνοδοί και εμείς. Κάποιο από τα απογεύματα με κάλεσε στο δωμάτιο του, και αρχίσαμε να λέμε για τον πατέρα μου, θέμα το οποίο έχω αρχίσει να κουράζω σ’αυτό το μέσο, οπότε ας πούμε πολύ απλά ότι ο καθηγητής μου μπόρεσε να τρυπώσει σε μια θέση που ήταν άδεια, και για καιρό. Με άκουγε· πόσοι ενήλικες μας ακούν αληθινά στα 16 μας; Εκ των υστέρων, βέβαια, μάλλον θα προτιμούσα η απόσταση ενός μεσήλικα και μιας έφηβης να είναι άχαρη, τυπική και άνιση, όπως δηλαδή η κάθε επαφή μου με τους ενήλικους εκείνη την εποχή.
Το grooming ξεκίνησε· μου τηλεφωνούσε τα απογεύματα από καρτοτηλέφωνο, όταν η μητέρα μου ήταν στη δουλειά, με έφερνε σπίτι μου με το παπάκι του, και μου αγόραζε σιντί, της Σακίρα και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα (και παρ’όλα αυτά με γοήτευε, ακατανόητο). Κάποια σαββατοκύριακα έφευγε με τη γυναίκα του και τα δύο νεαρά παιδιά του. Μου τηλεφωνούσε και μου έλεγε ότι του έλειπα. Μου έγραφε γράμματα. Είχε έρθει μερικές φορές στο σπίτι, να μου κάνει μάθημα, να πιούμε καφέ (πίνεις καφέ στα 16 σου; Ξεχνάω). Καμιά φορά πηγαίναμε βόλτα, αργά το απόγευμα, γύρω από το σπίτι μου. Δεν έμενε δίπλα· έκανε όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι μου, για να με δει· πόσο τυχερή θα έπρεπε να είμαι! Ένα βράδυ, ήταν Μάρτιος, νύχτωνε νωρίς, ήρθε κάτω από το σπίτι για να περπατήσουμε, βρήκα μια δικαιολογία και κατέβηκα, ας μην ξεχνάμε ότι η μητέρα μου δεν ήξερε τίποτε από αυτές τις εξόδους, το οποίο από μόνο του είναι στοιχείο ενοχής, βέβαια, γιατί δεν έχουμε ανάγκη να κρύψουμε κάτι αθώο. Σε ποιο σύμπαν ένας μεσήλικας περπατάει χέρι-χέρι με μια έφηβη; Τελοσπάντων εκείνο το βράδυ βγήκαμε και μου ζήτησε να τον φιλήσω, για τα γενέθλιά του. Τον φίλησα στο μάγουλο, και μου είπε, θέλω να με ξαναφιλήσεις. Αμήχανη, βέβαια, τον φιλάω στο άλλο μάγουλο. Μου λέει, εννοώ εδώ, και δείχνει το στόμα του.
Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη να πω όχι· ποιο κομμάτι του ψυχισμού μου ήξερε ότι παρόλο που προφανώς αυτός ο ώριμος και γοητευτικός στα μάτια μου επιζητούσε την προσοχή μου, την παρέα μου, εμένα, δεν έπρεπε να τον φιλήσω. Αναρωτιέμαι, για την ηθική πυξίδα που έχουμε· και πότε την χάνουμε. Στο μέλλον, δε θα έκανα πίσω από καταστάσεις που με έφερναν σε αμηχανία. Πάντως, τότε, ήμουν σαφής. Αυτό το φιλί, που προετοιμαζόταν πολύ καιρό, δε θα λάμβανε χώρα.
Τις επόμενες μέρες τον απέφευγα. Κάποια φίλη μου είπε ότι γυρνούσε από αίθουσα σε αίθουσα μαθημάτων, εξομολογούμενος στους μαθητές του ότι είχε χάσει κάποιον πολύ καλό φίλο. Δεν ήμουν ακόμη ενήλικη, για να ξέρω ότι οι άνδρες μέσης ηλικίας δεν είναι δεδομένο ότι ωρίμασαν, ή ότι είναι ολόκληροι άνθρωποι· μπορεί να είσαι εξίσου ανώριμος στα 17 και στα 40, με μόνη διαφορά την επικινδυνότητά σου. Δεν ήταν ένα το συναίσθημα που είχα για τις συνέπειες του φιλιού που δεν έλαβε χώρα ποτέ. Αισθανόμουν αηδία, αλλά και δύναμη. Είχα προκαλέσει σ’έναν ενήλικα άντρα αϋπνίες, τον είχα πληγώσει. Ήμουν κάποια.
Τη μέρα της αποφοίτησής μας, όταν πλέον οι σχέσεις μας είχαν αποκατασταθεί, αφού είχε ζητήσει συγγνώμη και δεν έκανε άλλο αντίστοιχο άνοιγμα, φορούσα ένα λευκό, σαν νυφικό, φόρεμα. Με συνόδευε και ο πατέρας μου και η μητέρα μου· μάλιστα ο πατέρας μου με είχε πάει να αγοράσω σανδάλια για να φορέσω στην τελετή· είχαμε συμφωνήσει να πάμε για φαγητό όλοι μαζί, οι γονείς μου και η αδελφή μου στο τέλος της βραδιάς, μια πρεμιέρα για τους δύο γονείς μου που δεν είχαν σχέσεις εκείνο τον καιρό. Δεν ξέρω αν πήγαμε ποτέ για φαγητό· το έχω διαγράψει απ’τη μνήμη μου. Το μόνο που θυμάμαι, είναι μια φίλη να μου λέει ότι ο καθηγητής μου της είπε ότι του την έπεφτα· ότι δεν τον άφηνα σε ησυχία· του τηλεφωνούσα συνεχώς. Το κεφάλι μου βούιζε. Δεν πίστευα στ’αυτιά μου, όχι μόνο για τα κατάφωρα ψέματα της δήλωσης, αλλά για τη στιγμή που επέλεξε να γλιστρήσει αυτήν την πληροφορία προς τα έξω. Το βράδυ που η Κολλεγιακή μου ζωή τελείωνε, εκείνος είχε επιλέξει να με ταπεινώσει, και να τη σπιλώσει μια για πάντα. Δεν πήγα να παραλάβω τις επαγγελματικές φωτογραφίες από το στούντιο που το σχολείο τις είχε στείλει. Δεν είχα κανένα λόγο να θυμάμαι εκείνη τη βραδιά. Το φόρεμα έμεινε για αρκετά χρόνια στη ντουλάπα, να σκονίζεται, μέχρι που σε μια μετακόμιση, πολύ βολικά, χάθηκε.
Έχω κι άλλες ιστορίες να πω, αν και δεν ξέρω ποιον αφορούν. Για τον μετέπειτα μεσήλικο εραστή μου, στα 23 μου, που μου έγραφε γράμματα για το γιατί δεν μπορούμε να γίνουμε ζευγάρι, εφόσον η διαφορά της ηλικίας μας ήταν τέτοια που δε θα αισθανόταν άνετα να περπατάει στο δρόμο μαζί μου. Δήλωση που κατέτασσα ως ευγενή, αξιοπρεπή και με σεβασμό προς εμένα, μόνο που ο ίδιος άντρας, μετά από πολλά παρακάλια, ξάπλωσε στο κρεβάτι μου, έχοντας καταστήσει σαφές ότι ήταν αυτό που εγώ ήθελα, και αυτό στο οποίο υπέκυψε. Είχα όλη τη δύναμη· ο έλεγχος ήταν ξεκάθαρα δικός μου. Φυσικά, όταν μεταβιβάζεις όλο τον έλεγχο σε κάποιον άλλο, έχεις αφήσει κατά μέρος και κάθε ευθύνη γι’αυτό που συμβαίνει. Έχεις αποστασιοποιηθεί. Είσαι, βέβαια, υποκριτής, γιατί δεν θέλεις να αντιμετωπίσεις δημόσια τις συνέπειες των ιδιωτικών επιλογών σου. Θα μου πεις, γιατί να πρέπει; Και θα απαντήσω πως δεν πρέπει, φυσικά και όχι, αλλά έχεις σίγουρα παίξει στην τραμπάλα των ευθυνών και κερδίσει την ελευθερία σου. Όχι γιατί μια 23χρονη έχει λιγότερη ευθύνη από κάποιον που έχει τα διπλά της χρόνια, αλλά γιατί την ευθύνη, τουλάχιστον, τη μοιράζεστε. Δεν της πετάς το μπαλάκι ολοκληρωτικά, υπολογίζοντας ότι θα αισθανθεί empowered και ότι δε θα σε κατηγορήσει για τις εκπτώσεις σου.
Αν εξαιρέσουμε τον καθηγητή, που συνάντησα στο reunion των δέκα χρόνων του σχολείου μου, και τον οποίο γείωσα όταν δήλωσε ότι χαίρεται που με βλέπει, και με σκέφτεται συχνά, οι περισσότεροι άντρες με τους οποίους έχω διασταυρώσει δρόμους, είναι σήμερα ανώδυνες αναμνήσεις. Ίσως και όμορφες. Καμιά φορά μιλάμε, διαδικτυακά, ή στο δρόμο. Ίσως και να διαβάζουν τα κείμενα μου. Είμαι σίγουρη ότι δεν κατάλαβαν πόσο αμφιλεγόμενη είχε υπάρξει η συμπεριφορά τους, και δεν αμφιβάλλω ότι με αγάπησαν, με το δικό τους, άχαρο τρόπο. Δεν ήταν έτσι κι αλλιώς ο ρόλος μου να τους μεταβιβάσω βασικές γνώσεις ανθρωπισμού και αξιοπρέπειας. Οι γυναίκες αναγκαζόμαστε να το κάνουμε πολύ συχνά, και είναι εξαντλητικό. Προς το παρόν, βέβαια, είναι και απαραίτητο.
Σε κάθε περίπτωση, θέλω να ελπίζω ότι όσο μοιραζόμαστε αυτές τις εμπειρίες, για όλες τις καθημερινές ιστορίες σεξισμού, παρενόχλησης, ή πολύ απλά πληγών που μας αφήνουν οι συναντήσεις με ανθρώπους που εκμεταλλεύτηκαν την ηλικία τους, την εμπειρία τους, τις αδυναμίες μας και το στάτους τους, κάτι συμβαίνει. Θέλω να ελπίζω ότι οι κόρες μας, οι νεαρές φίλες μας, οι ανιψιές μας, η βαφτισιμιά μου (γεια σου Μυρτούλα!), θα ανοίξουν το στόμα τους πριν χρειαστεί να γίνουν όλα κόμπος που πρέπει να λυθεί για να ευτυχήσουν. Και αυτός, για μένα τουλάχιστον, είναι ένας πολύ ευγενής στόχος. Ίσως, μάλιστα, έχω αρχίσει να πιστεύω, να είναι ένας επιτεύξιμος στόχος.
(όσο κι αν προσπάθησα να κλείσω το κεντρικό κείμενο αισιόδοξα, η ειδησεογραφία αυτή τη βδομάδα δε με βοηθάει)
What angered me this week, or shall I say pushed me to write?
‘Text me when you get home xxx’ is a standard procedure amongst women. Auto-pilot.
I wish more men understood the fact that we cannot walk alone at night with headphones in.
That whenever we get in Ubers, there’s the lingering thought this could be it.
That whenever you say ‘they’re just being friendly’, you are part of the problem.
That whenever we walk past groups of men, our heart beats a little bit faster.
That whenever we shout back at sexual harrassment in the street, we take yet another gamble at risking our safety.
Woody Allen’s films ranked by age disparity
Haley Nahman’s newsletter about abuse
But more unsettling than the casting is the way Allen writes these romances, often with the older man incredulous at the attraction of the younger woman, insisting he’s too old, thereby inviting her to insist he’s not—a trick that lends the illusion of agency to the younger woman, relieving the older man of feeling predatory.
This is where I leave you.
If you are like me, you DON’T know what to do. (I guess keep going?)