Η ενηλικίωση έρχεται μετά
Κάτι για όταν ερωτεύεσαι σφόδρα και κάτι για την πρώτη μεγάλη απώλεια που είναι δύο
Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ήμουν τρομερά ερωτευμένη. Τρομερά. Τόσο που δεν κατάφερνα καν να συγκεντρωθώ σ’αυτό που μου συνέβαινε. Όταν σκέφτομαι τις μέρες του νοσοκομείου, τις εξοντωτικές μέρες του νοσοκομείου, μπαίνουν εμβόλιμα άλλες αναμνήσεις, σε βαθμό που το υπέροχο δε διακρίνεται από το δραματικό και δεν ξεχωρίζεις τι σε ενθουσίαζε και τι σε ισοπέδωνε. Τίποτα; Τα πάντα; Θυμάμαι τους μακριούς αποστειρωμένους διαδρόμους του νοσοκομείου Σωτηρία, να περπατάω φορώντας ό,τι πιο παρδαλό υπήρχε στη ντουλάπα μου και δε μου λείπανε παρδαλά πράγματα στα 25, γιατί ο πατέρας μου μου είχε πει πως ό,τι κουρέλι κι αν φοράω ξέρω να το μεταμορφώνω και να γίνεται ρούχο με στυλ. Μου έλεγε, έχεις στυλ, κοριτσάκι μου. Και του έφτιαχνε τη διάθεση. Φτάνοντας κοντά στο δωμάτιο του, θυμάμαι να ακούω τον χαρακτηριστικό του τσιγαρόβηχα, γεια σου μπαμπά, πώς είσαι; Να φέρνω μαζί μου την Καθημερινή που ένας θεός ξέρει αν είχα μυαλό να διαβάσω, πάντως συζητούσαμε για ένα άρθρο για τους Ταλιμπάν, που ήθελα να μου εξηγήσει ή ήθελα να σκεφτούμε και οι δύο κάτι άλλο, ό,τι και να ‘ναι πετύχαινε, για λίγα λεπτά ήταν πάλι ο πατέρας μου με τις τόσες γνώσεις, που σε λίγες εβδομάδες θα τις αποχαιρετούσαμε, και θα έβρισκα καταφύγιο σε αναμνήσεις, σημειώματα, ξέρω γω, κάποιες κάρτες, τα μηνύματα στο κινητό από τον daddy cool, έτσι τον είχα αποθηκευμένο, ή τα βιβλία στη βιβλιοθήκη, κλασική λογοτεχνία, ένας Χέμινγουει, ή κάποιος Γκράχαμ Γκρην σε εκδόσεις του 1960, πάρτυ θα κάνανε τα παλιοβιβλιοπωλεία. Του είχα αγοράσει μερικά κι εγώ, και για να μας διασκεδάσω, πόνταρα στον τίτλο: το Δε θα σου κάνω το χατίρι, του Χωμενίδη, και το Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα, του Αλεξάκη. Τίποτα από τα δύο δε συνέβη. Μείνανε όλα να σκονίζονται στα ράφια της Σίφνου, αυτά που μου άρεσαν, αυτά που τον εκνεύριζαν, εκεί που βρίσκαμε κοινό τόπο, εκεί που αυτό που ήταν εκείνος γινόμουν εγώ και, σπάνια, το αντίστροφο.
Κανείς δεν είναι ασφαλής
Ο πατέρας μου, ένας 59χρονος κοτσονάτος και αθλητικός τύπος, ειδήμονας της Βυζαντινής Ιστορίας και των καλών γεμιστών (προτιμούσαμε και οι δύο τις πιπεριές), με κάτι μάτια γαλάζια αλλά κυρίως διάφανα, που κοκκίνιζαν με το που βούταγε στη θάλασσα κάτω από τα βράχια της Χρυσοπηγής στη Σίφνο, “το γραφείο μου”, το έλεγε, “θα με βρείτε στο γραφείο μου”, και οι λιγοστοί φίλοι του γελούσαν, “ναι μαέστρο”, έτσι τον φώναζαν, “μαέστρο”. Ένας άνθρωπος όσο χαρισματικός άλλο τόσο αυτοκαταστροφικός, και όχι μόνο, στις μαύρες του έπρεπε να μας πάρει όλους σβάρνα, έπρεπε να μας σαρώσει κι εμάς, κανείς δεν ήταν ασφαλής. Κανείς δεν είναι ασφαλής γενικά, αλλά δίπλα από τον Δημητρακοπούλο δεν μπορούσες να λουφάξεις. Μια κρίση ήταν ένα σφηνάκι βότκας μακριά. Αρκούσε να απλώσει το χέρι του, να ανοίξει το φτηνό μπουκάλι και να ανακουφίσει τον ουρανίσκο του με το φάρμακο που είχε αποφασίσει χρόνια πριν ότι θα μουδιάζει την καθημερινότητά του. Ο πατέρας μου, που διαγνώστηκε με καρκίνο τον Σεπτέμβρη του 2008, και με απόθεμα ένα χρόνο ζωής, όπως εύκολα κανείς μπορεί να καταλάβει, δεν ήταν και ο πιο εύκολος ασθενής. Τι σημαίνει όμως καλός ασθενής; Θέλω να πω, τον κακίζει κανείς για την αναποδιά του; Θυμάται κανείς, μετά, ότι μας γύρναγε την πλάτη, ότι δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν, ερχόντουσαν επισκέπτες και εκείνος πέταγε κακίες, δεν ήθελε κανένα βιβλίο ή έστω ένα σταυρόλεξο που μπορεί να του έφερναν; Οκ, τις θυμάμαι, αλλά με στοργή. Με συμπόνοια. Νιώθω ακόμη, 10 χρόνια μετά το ίδιο μούδιασμα, αν κάποιος μου έλεγε, έχεις ένα χρόνο ζωής, πολύ θα ήθελα να ξέρω τι θα απαντούσα, πως θα γέμιζα τις μέρες μου με ό,τι θα μου έλειπε περισσότερο, πως θα έπαιρνα τηλέφωνο την φίλη μου την οποία σταματήσαμε να μιλάμε ούτε κι εγώ ξέρω γιατί, πως θα αγκάλιαζα όλο τον κόσμο. Η, όπως η ιστορία έδειξε, αν ήμουν ο Δημητρακόπουλος θα πέρναγα τα πρωινά μου μουδιασμένος από το αλκοόλ απέναντι στο πλούσιο ντεκολτέ της Ελεονώρας Μελέτη.
Μεγαλύτερη αδικία κόσμου
Καμιά φορά έβαζα τον καινούριο μου έρωτα, να με περιμένει, ντρεπόταν να έρθει να γνωρίσει τον πατέρα μου, καθόταν με το ipod μου στη είσοδο και περίμενε. Μια φορά άργησα και του λέω συγνώμη που σε άφησα τόση ώρα μόνο σου, τι κάνεις, χάλασε το μαραφέτι μου λέει, κοιτούσα εδώ το δάσος, κάπνισα ένα τσιγάρο, δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι πιο βαρετό και ρομαντικό από το να περιμένεις το κορίτσι σου να βγει από την τελευταία κατοικία του πατέρα της. Και μετά να φεύγουμε, να συζητάμε τον πατέρα μου βέβαια, αλλά όχι μόνο, να βλέπουμε το Μίσος στο ΒΟΞ, να κυλιόμαστε ώρες σ’ένα κρεβάτι, να δημιουργούμε νέες λέξεις, οι σκέψεις μου μόνο γύρω από τα ιδιωτικά μας αστεία, έχουν περάσει δέκα χρόνια, ξέρεις, σε πέτυχα τις προάλλες στα Εξάρχεια, δε με είδες, αλλά θέλησα να σου πω, θυμάσαι ότι αποκαλούσαμε “μεγαλύτερη αδικία κόσμου” ότι το πρωί οι εραστές θέλουν να φιληθούν και έχουν αναπνοή απ’τον ύπνο; Θυμάσαι πόσες φορές πετάχτηκα από το κρεβάτι πριν ξυπνήσεις για να πλύνω τα δόντια μου; Ούτε εγώ θυμάμαι.
Η καινούρια μου ζάλη. Στο μυαλό μου, στο μυαλό μιας μανιοκαταθλιπτικής, σημασία είχαν μόνο οι εντάσεις, τα ακραία συναισθήματα, να φανώ, να ανέβω πάνω στη μπάρα και να φωνάξω πόσο σ’αγαπώ, πώς όταν πεθάνει εμείς θα γλεντήσουμε γιατί αν δεν νικήσει η αγάπη το θάνατο τότε δεν μας έμεινε τίποτα, είμαστε χαμένοι. Έπαιζα μουσική στην Καντίνα Σοσιάλ, και έρχονταν γνωστοί και μας λέγανε, με ειλικρίνεια, μου δίνετε ελπίδα, ο έρωτας σας είναι λυτρωτικός, πιστεύω σε κάτι, και πίστευα κι εγώ, είναι σχεδόν τρελό πώς δεν φούνταρα. Δε θέλει και πολλά για να σου στρίψει, να μην αντέχεις τόση αγάπη, τόση ένταση, και να γεννιέται κάτι καινούριο την ίδια στιγμή που θρηνείς αυτό που σε έφτιαξε. Θυμάμαι μέρες που γέμιζαν από κουβέντες, από ιδρωμένα σεντόνια, σειρές, γράμματα, πόσα γράμματα, σχέδια για το μέλλον. Μια φορά ερωτεύεσαι έτσι. Μετά, όταν τελειώσει και σε καταστρέψει, κάνεις πίσω, γίνεσαι αυτός που λέει, δεν φταις εσύ, φταίω εγώ, και λες αλήθεια.
Επιθυμία θανάτου
Έκανα μια επιλογή, πήραμε το πλοίο, ήταν αρχές Αυγούστου, φτάσαμε στην Αμοργό, ήταν σχεδόν ξημέρωμα, στήσαμε τη σκηνή και μιλούσαμε για την δική μας ταινία, και πώς ίσως με την ανατολή έχουμε πρόβλημα ρακόρ, ήμαστε πεπεισμένοι ότι κανείς δε νιώθει όσα νιώθαμε, τώρα, δέκα χρόνια μετά σκέφτομαι πως δεν υπάρχει κάτι χειρότερο για μια μανιοκαταθλιπτική σε υπομανιακή φάση από το να έχει κάποιον να τη σιγοντάρει κατ’εξακολούθησιν. Όταν θα παίρναμε το πλοίο του γυρισμού, θα ήταν 7 το πρωί, 12 Αυγούστου. Μια ημερομηνία που θα θυμάμαι πάντα.
Πριν όμως απ’αυτήν την μέρα, το πρωί μετά την άφιξη στην Αμοργό, αφού ξυπνήσαμε, πήγαμε να πιούμε καφέ και βγάλαμε τα βιβλία μας στο τραπέζι, διαβάζαμε και οι δύο τη Λολίτα, γιατί η παράνοια δεν έχει τέλος, ούτε η ανάγνωση δεν ήταν μοναχικό σπορ, όχι, ακόμη κι εκεί έπρεπε να επικοινωνήσουμε. Το προηγούμενο διάστημα, όταν περνούσαν μερικές ώρες που δε μιλούσαμε, σου έγραφα γράμματα, κι εσύ μου έστελνες Σάρα Κέιν που ας μου πει κάποιος αν μπορεί να διαβαστεί από κανέναν άνω των 25. Λαχταρώ. Επιθυμία θανάτου.
Η σχέση αυτή άντεξε πέντε μήνες, ο πατέρας μου είχε φύγει στους τρεις, εγώ είχα ξενιτευτεί στον τέταρτο στο Παρίσι, η φαεινή μου ιδέα ώστε να μη σπαράξω και πέσω σε κατάθλιψη όταν πεθάνει. Ο μετέπειτα εαυτός μου ρολάρει τα μάτια στην ιδέα ότι μια μετακόμιση μπορεί να σε σώσει από το πένθος.
This how I cope
Δεν μπορούσα να θρηνήσω, αλήθεια, την κατάσταση. Την ώρα της κηδείας του, κοίταξα πίσω, την πόρτα, και τον είδα να περνάει, περπατώντας, έκλεινε τα μάτια του γιατί τον ενοχλούσε ο ήλιος, πάτησε το τσιγάρο του στο χώμα, σαν να λέει, τι σκατά έχετε μαζευτεί όλοι εκεί;
Αν σας πω ότι οι ζωές δεν τελειώνουν, τι καταλαβαίνετε; I’ve had my share of loss, αυτό θέλω να πω. Και βρίσκω τρόπους να το αντιμετωπίζω, να με αντιμετωπίζω, τη μέρα γράφω και έτσι δεν ξεχνάω, το βράδυ ονειρεύομαι αυτόν που χάθηκε και όλους τους άλλους που έφυγαν από τη ζωή μου με δραματικό ή όχι τρόπο. Δεν υποστηρίζω ότι είναι ό,τι καλύτερο, αλλά έτσι ζω. This how I cope.
Περί μετάβασης
Ξέρω ότι κάποιοι που ερωτεύτηκαν έτσι, ή που ζούσαν δίπλα από σαρωτικούς γονείς κατάφεραν να ζουν έτσι και να έχουν κανονικές ζωές, αλλά αλήθεια, εγώ δεν ξέρω πώς. Πέθαναν πολλά πράγματα εκείνο το καλοκαίρι κι εκείνο το φθινόπωρο. Όταν πεθαίνει ένας γονιός, κάποιο κομμάτι σου μένει πίσω, συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει do-over. Μια φορά το ζεις όλο, δεν ξέρω κι αν θα άντεχες να το ζήσεις δεύτερη. Έχω σκεφτεί πολύ στα χρόνια που πέρασαν πόσο συντονισμένο ήταν όλο αυτό, ο έρωτας με εκείνο το αγόρι και ο θάνατος του πατέρα μου. Δυο πράγματα που με άγγιξαν τόσο πολύ, που συζητάω ακόμη με φοβερό πάθος και ένταση, και επρόκειτο για την τελευταία πράξη της παιδικότητας ή την πρώτη πράξη της ενηλικίωσης, ή τέλος πάντων ήταν μια μετάβαση γιατί κανείς δεν είναι ο ίδιος μετά από έναν τέτοιο θάνατο. Κι εγώ είχα δύο.
Αν φτάσατε μέχρι εδώ, σας είμαι ευγνώμων. Όσο κι αν προσπαθώ, όταν λέω αυτήν την ιστορία, αμφιβάλλω αν μπορώ να την κάνω κοινή, καθημερινή, ελαφριά. Δεν γίνεται να είναι έτσι κάποιες ιστορίες. Αυτό το δελτίο είχε σκοπό να μιλήσει για culture wars και τη Λολίτα. Και λίγο για την απόφασή μου να κατεβάσω την αφίσα της ταινίας του Κιούμπρικ από τον τοίχο του σαλονιού, γιατί ντρεπόμουν να τη βλέπουν οι woke συνάδελφοι μου στα zoom calls. Επιφυλάσσομαι. Γιατί, περιέργως, παρά τις τόσες διαστροφές της σχέσης που ανέλυσα παραπάνω, η διαφορά ηλικίας δεν ήταν μία.
Δέκα πράγματα που με άγγιξαν αυτή τη βδομάδα
Αν θέλετε να διαβάσετε ένα από τα πιο πετυχημένα διηγήματα του τελευταίου αιώνα, γραμμή για τον ειδικό και ειδικά σ’αυτό το σύντομο και μεστό κείμενο, που προσωπικά με αγγίζει όσο τίποτα. Κυρίως γιατί με τσακίζει κάθε φορά η τελευταία φράση. Πόσες φορές προσπαθείς να επικοινωνήσεις ένα συναίσθημα και ξαναλές την ίδια ιστορία, μέχρι να παραιτηθείς γιατί ο Κάρβερ ξέρει ότι είμαστε μόνοι και ζει σ’αυτό το παγωμένο, σκοτεινό δωμάτιο, με μόνο φως ένα τσιγάρο και το καθρέφτισμα του φεγγαριού στον πάγο από το ουίσκι του. (I pushed it too far?)
Ακόμη κι ο συγγραφέας αυτού του γροθιά στο στομάχι άρθρου δεν ξέρει πού να βρει λύσεις. Η παιδική πορνογραφία, ο βιασμός ανηλίκων και άλλα ωραία μέσα από προσωπικές ιστορίες αυτών που εκμεταλλεύτηκε το PornHub. I know, the opposite of sexy, but it could be your kid.
“A whole life can be changed because of one little mistake.”
Γιατί το έργο της Κλαρις Λισπέκτορ είναι πολιτικό:
A man is punished for his crime because the State is stronger than he; the great crime of War is not punished, because beyond the individual there is mankind, and beyond mankind there is nothing else at all.
4. Δείξε μου με το δάχτυλο έναν που δεν του έλειψε η Έμιλυ:
The horrified waiter begs her to reconsider, but Emily refuses, insisting that the customer is always right and that steak should be as stiff as a Birkin bag.
5. Τι συμβαίνει όταν οι παλιοί σου συμμαθητές γίνονται επικίνδυνα τρολ, μου χει συμβεί κι εμένα, και είμαι σίγουρη κι εσένα.
6. Όταν ο Adrian Tomine τρυπάει το μυαλό μας, εισβάλλει στο σπίτι μας και σε ένα καρέ αποτυπώνει όλη την αλήθεια. Εδώ σε μια μίνι συνέντευξη
7. Κι επειδή μόλις παρήγγειλα την 21342546 βιογραφία της, το αιώνιο ερώτημα όπως το έθεσε η πιο αμφιλεγόμενη αλλά και τιμημένη διανοούμενη που έβγαλε η Αμερική τον 20ό αιώνα. Περνάω τις μέρες μου αναρωτιόμενη τι θα είχε η Susan Sontag να πει για το 2020.
Can I love... and still think I can fly?
8. Για κάποιο λόγο οι NYTimes βγάλανε μια λίστα με τα καλύτερα δέκα βιβλία ανά χρονιά από το 2006. Γιατί από το 2006, αυτό δεν ξέρω, αλλά ορίστε, για όσους περνάνε καλά με τις λίστες του τέλους της χρονιάς.
9. Ναι, χρειαζόμουν ένα ποίημα σήμερα, πώς το ήξερες;
10. Κι επειδή η καρδιά μου ήθελε να χάσει ένα χτύπο, brand new Taylor Swift, και μ’αρέσει που τα δέκα πράγματα που με άγγιξαν αυτήν την εβδομάδα ανοίγουν και κλείνουν με διηγηματικό τρόπο.
I know my love should be celebrated
But you tolerate it
And on that I leave you.
You know what to do.